Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –12 «Ὁ Θεὸς ἱδρύει καὶ συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία»

 

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
IB´

Τοῦ Δηµήτρη Μαυρόπουλου
Περιοδ. «Ἐφημέριος»,
ἀρ. τ. 3/66, Μάϊος- Ἰούν. 2017
Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ»

Μέρος Α´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-1 «Πῶς καὶ ποῦ γινόµαστε ἐνεργὰ µέλη τῆς θείας Βασιλείας».
Μέρος Β´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-2 «Τί σηµαίνει ἆραγε ἡ ἔκφραση “ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶµα Χριστοῦ”;»
Μέρος Γ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ-3 «Εἶναι παγίδα νὰ νοµίζει κάποιος ὅτι µπορεῖ νὰ φτάσει στὸν Χριστό, προτοῦ ἐνταχθεῖ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Μέρος Δ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ- 4 «Ἡ Ἐκκλησία ἐµφαίνεται στὸ ἕνα καὶ µοναδικὸ “µυστήριο” τῆς θείας Εὐχαριστίας»
Μέρος E´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -5 «Πεντηκοστή: ἕνα κεφαλαιῶδες γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ περιεχόµενο τῆς ἁγιότητας τῶν πιστῶν ὡς ἁγιότητα δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος».

Μέρος Z´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ -7 « Ἡ ὁδὸς αὐτὴ ἀφορᾶ στὴ θεραπεία τῆς φύσεως»
Mέρος Η´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –8 «Γνωρίζοντας τὸν Χριστὸ ξαναϋπάρχουµε ὡς εἰκόνα Θεοῦ».
Mέρος Θ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –9 «Ἡ εὕρεση τῆς ὁδοῦ ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, στὴ θέωση».
Μέρος Ι´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –10 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦµα ἐγγυητὴς τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας»
Μέρος ΙΑ´: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –11 «Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συμπαραστάτης στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν»

 Ὁ Θεὸς ἱδρύει καὶ συντηρεῖ τὴν Ἐκκλησία

.             Ὁ Ἑρμᾶς, χριστιανὸς συγγραφέας τῶν ἀρχῶν τοῦ 2ου αἰ., παραθέτει στὸ ἔργο του Ποιμν τὴν ἑξῆς ἀποκαλυπικὴ εἰκόνα: «Ἀπεκαλύφθη δέ μοι, ἀδελφοί, κοιμωμένῳ, ὑπὸ νεανίσκου εὐειδεστέτου λέγοντός μοι· Τὴν πρεσβυτέραν, παρ᾽ ἧς ἔλαβες τὸ βιβλίδιον, τίνα δοκεῖς εἶναι; Ἐγώ φημι· Τὴν Σίβυλλαν. Πλανᾶσαι, φησίν, οὐκ ἔστιν. Τίς οὖν ἐστιν; φημί. Ἡ Ἐκκλησία, φησίν. Εἶπον αὐτῷ· Διατί οὖν πρεσβυτέρα; Ὅτι, φησίν, πάντων πρώτη ἐκτίσθη· διὰ τοῦτο πρεσβυτέρα, καὶ διὰ ταύτην ὁ κόσμος κατηρτίσθη» (Ποιμήν, Ὅρασις β´, ΙV). Ἡ διατύπωση μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴν Ἐκκλησία ὡς πραγματικότητα ποὺ προϋπάρχει τοῦ κόσμου καὶ ἀποτελεῖ τὴ συνθήκη τοῦ κόσμου. Μ᾽ ἄλλα λόγια, ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ εἶναι Ἐκκλησία. Μᾶς ἐπιτρέπει ἐπίσης νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία, συνδεδεμένη μὲ τὴν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, προσδιορίζει ἐπίσης τὴν τριαδικότητα τοῦ ἀνθρώπου, συνθήκη ποὺ διατυπώνεται μὲ τὸν ὅρο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν». Προχωρώντας ἕνα βῆμα ἀκόμα, μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸν τόπο καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἐν Χριστῷ, ζωὴ ποὺ ὁρίζεται ὡς ἀγάπη («ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι»). Μὲ τὸ ὄνομα μάλιστα «Ἄνω Ἱερουσαλὴμ» ἀντιλαμβανόμαστε τὴν Ἐκκλησία νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὰ ἔσχατα (βλ. Ἀποκ. κα´ 2: «Καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ»), ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ μιὰ σύνδεση πρωτολογίας καὶ ἐσχατολογίας, ἢ καὶ νὰ συμπεραίνουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὸ ὅλον τοῦ κόσμου. Ἀσφαλῶς ἡ ἀνταρσία δείχνει νὰ διαταράσσει τὴν ἁρμονία τῆς δημιουργίας, σὲ σκοτεινοὺς μάλιστα αἰῶνες (αἰῶνες τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς σύγχυσης) δείχνει νὰ «ἀκυρώνει» τὴν παρουσία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μυστήριο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας θὰ ξαναφέρει στὸ προσκήνιο τὴ σύνδεση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἐξαιρέτως μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ ἐμφανίσει τὴν Ἐκκλησία ὡς δυναμικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ πορεύεται πρὸς τὴν ἐσχάτη Βασιλεία, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ποὺ διαταράχθηκε (καὶ διαταράσσεται) ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ «καταντήσουν» νὰ εἶναι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός».
.               Ἀντιλαμβανόμαστε τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου ὡς ἀγαπητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκφράζει τὴν βούλησή του νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν ἄνθρωπο, στὸν ὁποῖο τὰ πάντα χαρίζονται. Πρόκειται γιὰ διαρκῆ κίνηση δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν δημιουργία του καὶ τὸ πλήρωμά της. Ὡς κίνηση δωρεᾶς δὲν ἐμπεριέχει συναλλαγὴ ἢ ἀνταλλαγή, δεδομένης ἄλλωστε τῆς διαφορᾶς τῶν φύσεων, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης. Εἶναι μία κίνηση ποὺ χαρίζεται στὴν κτιστὴ φύση, στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς ὁ Θεὸς νὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο κάποιο ἀντάλλαγμα, ἐκτὸς τῆς ἐλεύθερης θέλησής του νὰ κοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό, γιατί οὕτως ἢ ἄλλως ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ὁποιοδήποτε ἀντάλλαγμα ἔναντι αὐτῆς τῆς δωρεᾶς. Στὴν ἱερὴ γλώσσα αὐτὴ ἡ κίνηση ὀνομάζεται θεία Χάρη. Ἑπομένως ὀνομάζουμε θεία Χάρη τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Πῶς γίνεται ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὥστε ὁ δεύτερος νὰ γίνεται κοινωνὸς θείας φύσεως; (βλ. Β´ Πέτρ. α´ 4: «ἵνα γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως»). Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναμειχθεῖ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι γιατί δὲν θέλει ἢ γιατί δὲν εἶναι σωστό, ἀλλὰ γιατί εἶναι πέραν τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἡ φύση τῆς θεότητας δὲν ἀναμειγνύεται μὲ τὴ φύση τῆς ἀνθρωπότητας, καὶ εὐρύτερα μὲ τὴν κτιστὴ φύση. Αὐτὸ λοιπὸν μὲ τὸ ὁποῖο ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ ἐνέργειές της, ἤ, νὰ τὸ πῶ μὲ μιὰ ἄλλη λέξη, οἱ δυνάμεις τῆς φύσεως. Ἡ φύση ἔχει δυνάμεις καὶ αὐτὲς τὶς δυνάμεις τὶς ὀνομάζουμε ἐνέργειες – ἄκτιστες ἐνέργειες. Τὸ ἄκτιστον ἐκχέει αὐτὲς τὶς ἐνέργειές του μέσα στὴν κτίση, στὸ κτιστόν. Τὸ κτιστὸν συνδέεται ἤ, ἂν θέλετε, διαποτίζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες. Ἡ παρουσία αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν μεταποιεῖ τὸ κτιστὸν σὲ μὴ θνητόν, σὲ μὴ φθαρτόν. Τὸ ἀφθαρτοποιεῖ, τοῦ ἀφαιρεῖ τὴν κίνησή του πρὸς τὴν ἀνυπαρξία, πρὸς τὸ μηδέν.
.               Αὐτὲς οἱ ἐνέργειες, ποὺ διαποτίζουν τὸ κτιστόν, δὲν εἶναι ἐνέργειες ἀφηρημένες, οὔτε εἶναι δυνάμεις κτιστές, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ μαγνητικὴ δύναμη ἢ ἡ δύναμη τοῦ ἠλεκτρισμοῦ. Ἂν ἀκουμπήσεις μία ἠλεκτρικὴ πηγὴ θὰ σὲ διαποτίσει ἡ ἐνέργεια τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, εἴτε τὸ θέλεις εἴτε δὲν τὸ θέλεις. Ἀντίθετα, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πηγάζουν ἀπὸ προσωπικὴ ὑπόσταση καὶ ἔχουν ἀπαραίτητο στοιχεῖο τὸν διάλογο, τὴ σχέση, τὴν ἀπόκριση. Αὐτὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα τὸ ὀνομάζουμε «ἐλευθερία» ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ λειτουργικὴ ἔκφραση, «προαίρεση». Τί σημαίνει ὅτι προαιροῦμαι, ὅτι θέλω νὰ ἀποδεχθῶ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες; Τὸ «θέλω» δὲν εἶναι μιὰ παθητικὴ στάση, εἶναι μιὰ στάση ἐνεργητική. Πρέπει δηλαδὴ καὶ ἐγὼ τὶς δικές μου κτιστὲς φυσικὲς ἐνέργειες νὰ τὶς ἐνεργοποιήσω πρὸς τὰ ἔξω. Νὰ φύγω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ νὰ βρεθῶ «ἐκτὸς ἑαυτοῦ», πρὸς τὸν ἄλλον. Αὐτὸ τὸ ὀνομάζουμε στὴ νηπτική μας παράδοση ἔκσταση (ἀπὸ τὸ «ἐξίσταμαι», βγαίνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου). Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία υἱοθετεῖ τώρα τὴν πρώτη κίνηση ποὺ ἀνέφερα, τὴν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, ἀφοῦ τὴν «διορθώνει», δίνοντάς της ἰδιαίτερο περιεχόμενο: κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνει ἀπάντηση στὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο (βλ. Γαλ. δ´ 9: «γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ»). Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
.               Ὅταν λέμε ὅτι ἔργο τῆς θεμελιωμένης καὶ ἱδρυμένης ἀπὸ τὸν Θεὸ Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, ἀναφερόμαστε κατ᾽ οὐσίαν σὲ μία σχέση. Ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν εἶναι ἡ παρουσία μιᾶς σχέσης. Τὴ σχέση αὐτὴ οἱ νηπτικοὶ Πατέρες ὀνομάζουν «ἐρωτική». Ἡ σχέση αὐτὴ περιλαμβάνει τὴν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ὑπάρχουν κείμενα ποὺ μιλοῦν γι᾽ αὐτὴ τὴ σχέση, ὅπως εἶναι ἡ Κλίμαξ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου ἢ τὰ ποιήματα τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου ἢ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Μιλᾶμε γιὰ μία διαλεκτικὴ σχέση θείου καὶ ἀνθρώπινου ἔρωτα.
.               Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος νὰ νικήσει τὴν ἐντός του φθορά, τὴν φυσική του δηλαδὴ φθορά, ἂν δὲν ἀπαντήσει ἐνεργητικά, ἂν δηλαδὴ δὲν κινητοποιήσει μέσα του ὅλες του τὶς ἐνέργειες σὲ μία φορὰ πρὸς τὸ θεῖο. Μιὰ τέτοια κίνηση ἀσφλῶς σημαίνει μιὰ ὑπερβολικὰ ἔντονη δυναμικὴ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν ἀνθρώπινη ὅμως καθημερινότητα ὑπάρχουν οἱ πολλὲς ἥσυχες στιγμές. Ἡ Ἐκκλησία καταφάσκει σὲ αὐτὲς τὶς πολλὲς ἥσυχες στιγμὲς καὶ τὶς ἐντάσσει μέσα στὴ δική της Λειτουργία, κατὰ τρόπο ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια μας αὐτὴ τὴν καθημερινότητα νὰ ψηλαφοῦμε σιγὰ-σιγὰ αὐτὸν τὸν ἁγιασμό. Μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, μέσα δηλαδὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, βαπτιζόμαστε, μυρωνόμαστε, κοινωνοῦμε, ἐνδεχομένως θεραπευόμαστε, ἐνδεχομένως παντρευόμαστε, ἐνδεχομένως ἀποφασίζουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὸν ἱερὸ κλῆρο. Τέτοιες πράξεις ποὺ ἁγιάζουν ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς καθημερινότητάς μας τὶς ὀνομάζουμε καὶ «μυστήρια». Βέβαια ὅλες οἱ πράξεις τῆς Ἐκκλησίας –ὅπως π.χ. ἡ προσευχὴ τῆς κοινότητας, ἡ κατάθεση μιᾶς πράξης ἀγάπης, ἡ ἄσκηση– ὅλες αὐτὲς εἶναι ἁγιαστικὲς πράξεις, ποὺ ἐμπεριέχουν στοιχεῖα μυστηρίου. Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι κι αὐτὲς οἱ πράξεις ποὺ συνηθίζουμε νὰ ὀνομάζουμε «μυστήρια» καὶ οἱ ὁποῖες ἐπιτρέπουν στὸν ἄνθρωπο σιγά-σιγὰ νὰ μαθαίνει νὰ διαλέγεται μὲ τὸν Θεό, ὀργανώνοντας τὴ ζωή του γύρω ἀπὸ τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό. Τὰ «μυστήρια» διδάσκουν στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐνεργοποιεῖ σωστὰ τὶς ἐνέργειές του, νὰ τὶς κατευθύνει ὡς σωστὴ ἀπάντηση πρὸς τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες ποὺ ζητοῦν νὰ τὸν διαποτίσουν. Γιατί ὑπάρχει πάντα ὁ κίνδυνος ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει ἀγαθὴ πρόθεση καὶ νὰ θέλει νὰ ἐνεργοποιεῖ τὶς ἐνέργειές του πρὸς τὸ θεῖο, ἀλλὰ ἂν δὲν διδαχθεῖ τὴν ὁδὸ τῆς θεογνωσίας, αὐτὲς νὰ μὴν κατευθύνονται πρὸς τὸ θεῖο, νὰ χάνονται, νὰ σκορπίζονται.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ: Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –13 «Τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας »

Διαφήμιση

, ,

  1. Σχολιάστε

Ἀπαντῆστε

Συμπληρῶστε κατωτέρω τὰ στοιχεῖα σας ἢ πατῆστε σὲ ἕνα εἰκονίδιο γιὰ νὰ συνδεθῆτε.

Λογότυπος τοῦ WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ WordPress.com. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Εἰκόνα Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Twitter. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Φωτογραφία στὸ Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιῶντας τὸν λογαριασμό σας στὸ Facebook. Ἀποσυνδεθῆτε /  Ἀλλαγή )

Σύνδεση μὲ τὸ %s σὲ ἐξέλιξη...

%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: