Ἡ προσευχὴ
Γράφει ὁ μοναχὸς Μωυσῆς, ἁγιορείτης
ἐφημ. «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», 31.03.13
. Τὰ στοιχεῖα τὰ κύρια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία. Ἡ προσευχὴ προϋποθέτει τὴν πίστη. Ἕνας μὴ προσευχόμενος εἶναι ἀβοήθητος, ἀνασφαλής, τυφλὸς καὶ μόνος.
. Δένεται μὲ τὴ γῆ, τὴν ὕλη, δὲν γνωρίζει νὰ πετᾶ ψηλά, νὰ σελαγίζει στοὺς οὐρανούς, νὰ ἔχει ἀπαραίτητη οὐράνια συνδρομή. Εἶναι μαγνητισμένος, δεμένος, προσκολλημένος στὰ φθαρτὰ γήινα. Δὲν ξαγγιστρώνεται εὔκολα. Προσπαθεῖ νὰ θησαυρίζει στὴ γῆ. Ἀναζητᾶ συνεχῶς ἡδονές, γιὰ νὰ τὸν χαροποιήσουν, ἀλλὰ μᾶλλον ὀδύνη τοῦ δίνουν. Λυπηρὸ καὶ ἀξιοθρήνητο νὰ ψάχνει τὴ χαρὰ στὴ λάσπη.
. Ἡ ἀνάβαση στὸν οὐρανὸ ξεκινᾶ μὲ τὴ μεταμέλεια, τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια, τὴν κατανυκτικὴ συντριβή. Ἀξίζει νὰ νιώσει ὅτι δὲν πλάστηκε γιὰ τὸ χῶμα. Ἡ ἐμπάθεια δὲν χαροποιεῖ ἀληθινά. Ἡ προσκόλληση στὸ ἐνθάδε εἶναι σοβαρὸ λάθος καὶ ἔχει κόστος μὲ πικρὲς συνέπειες. Νὰ ἀνέβεις πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὰ ὁρώμενα δὲν εἶναι ἀκατόρθωτο. Εἶναι ἐφικτὸ γιὰ ὅλους. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουν, νὰ τὸ ἀγαπήσουν. Στὴν ἀρχὴ εἴμαστε διστακτικοί, δειλοί, φοβισμένοι, δὲν θέλουμε νὰ τὸ ρισκάρουμε. Μάλιστα τὸ θεωροῦμε ἄπιαστο, παράξενο, ἀφύσικο, ἀκατόρθωτο, πάντως ὄχι γιὰ μᾶς. Νομίζουμε πὼς εἶναι ἀνεπίτρεπτο καὶ ἀνόσιο παιχνίδι, ὅτι εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοὶ γιὰ κάτι τέτοιο. Ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ἁγίους.
. Ἂν ὅμως κάποιος προσεύχεται σεμνὰ καὶ ταπεινά, ἀρχίζει νὰ γλυκαίνεται ἡ καρδιά του, νὰ φωτίζεται, νὰ ἐνισχύεται καὶ νὰ ἀναπαύεται. Αἰσθάνεται ὅτι ἀξίζει νὰ προσεύχεται. Νιώθει εὐφροσύνη, ἀγαλλίαση, ἀσφάλεια, ἐνδυνάμωση καὶ παρηγοριά. Κατανοεῖ ὅτι εἶναι μεγάλη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, φυσικὴ κίνηση, λειτουργία ἔνθεη. Γίνεται ἀγαθὴ συνήθεια καὶ ὄχι τυπικὴ πράξη. Καθημερινὸ ἐντρύφημα καὶ δῶρο. Ὅπως τὸ σῶμα θέλει καθημερινὴ τροφή, γιὰ νὰ συντηρηθεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ἀθάνατη ψυχή μας.
. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μὴ συνδέεται μαζί του, νὰ μὴ συνομιλεῖ καὶ προσεύχεται. Πάντοτε τὸν συλλογίζεται καὶ τὸν ἐπικαλεῖται. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ εἶναι μία προσευχή. Μνημονεύεις τὸν ἀγαπώμενο καὶ χαίρεσαι. Ἡ θεία ἐπίκληση εἶναι ἀφορμὴ μεγάλης χαρᾶς, εἰρήνης καὶ εὐλογίας. Δίχως τὴν προσευχὴ ἡ ψυχὴ μένει ἄπνοη, ἀδύναμη, νοσηρή. Ἡ προσευχὴ δίνει πνευματικὴ ὑγεία, ἰσορροπία, διάκριση, φώτιση, ἁγιασμό. Ἡ προσευχὴ τὸν θωρακίζει κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ προσευχόμενος ἔχει πιάσει κουβέντα μὲ τὸ Θεὸ καὶ δὲν ἀσχολεῖται μὲ μάταια πράγματα. Μαθαίνει τὴν ταπείνωση, τὴν πραότητα, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ προσευχόμενος εἶναι ἀγαπητὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ. Ἕνα μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ παροῦσα περίοδος τῆς Σαρακοστῆς εἶναι μία ἔκτακτη εὐκαιρία νὰ μάθουμε νὰ προσευχόμαστε ἀληθινά.