Ἀρχιμ. Βασιλείου
Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα
(νῦν Προηγουμένου Ἱ. Μ. Ἰβήρων)
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ
ἐκδ. «ΔΟΜΟΣ», Ἀθῆναι 1990
[η´]
Ἡ παραβολὴ καὶ ἐμεῖς (σελ. 33-39)
. Ἔχει ἄμεση σχέση ἡ παραβολὴ αὐτὴ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ χαρακτηριστικὰ χωρίζεται σὲ δύο μέρη, σὲ δύο γιούς.
. Ἐμεῖς ποῦ βρισκόμαστε; Ποιόν ἀντιπροσωπεύαμε;
. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ποῦμε. Εἶναι ἐπικίνδυνο βιαστικὰ νὰ ἀπαντήσωμε· αὐτὸ μᾶς διδάσκει ἡ παραβολή.
. Ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπὸ τὴν ἀρχή, ποὺ ζήτησε στανικὰ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας (καὶ ποιος τοῦ εἶπε ὅτι εἶχε δικαίωμα νὰ κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ὅτου δαπανήση τὰ πάντα, καὶ γίνη ἰσχυρὸς λιμὸς σ᾽ ὅλη τὴ μακρινὴ χώρα, καὶ πεθάνη τῆς πείνας αὐτὸς καὶ οἱ πολίτες τῆς χώρας ἐκείνης… Μέχρις ὅτου γίνουν ὅλα αὐτά, ἦταν ζαλισμένος, δὲν ἦταν στὰ καλά του, ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνη, νὰ καταλάβη τί ἔκανε. Μόνο μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν».
. Ἄρα, ἂν βρισκώμαστε στὴν κατάσταση αὐτὴ τοῦ νεώτερου γιοῦ, πρὶν ἔλθη εἰς ἑαυτόν, σημαίνει ὅτι εἴμαστε στὴν πραγματικότητα ἐκτὸς ἑαυτῶν καὶ δὲν ξέρομε ποῦ βρισκόμαστε, τί μᾶς γίνεται, τί ἀντιπροσωπεύομε. Ἢ καὶ ἂν νομίζωμε ὅτι ξέρομε –ποὺ συνήθως νομίζομε– πέφτομε ἔξω. Καὶ μόνο ἂν ἔλθωμε εἰς ἑαυτοὺς κάποτε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀνακαλύψωμε τὴ φτώχεια καὶ τὴ γυμνότητά μας.
. Ἀλλὰ καὶ ὁ πρεσβύτερος υἱὸς δὲν εἶναι λιγότερο ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Ἢ καλύτερα, αὐτὸς δὲν παρουσιάζεται ποτὲ στὴν παραβολὴ νὰ ἔρχεται εἰς ἑαυτόν, δηλαδὴ νὰ ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ ὁμολογῆ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ συμπεριφορά του τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Ἀλλὰ ψεύδεται καὶ ἀλλοφρονεῖ: Κάνει πεισματικὰ τὸ θέλημά του –«ὠργίσθη καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν»– καὶ νομίζει ὅτι ἔχει ὅλο τὸ δίκιο μὲ τὸ μέρος του. Ἐνῶ κρίσις δικαία εἶναι ἐκείνου ποὺ δὲν κάνει τὸ δικό του θέλημα ἀλλὰ μόνο τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός.
. Αὐτοδικαιώνεται μὲ τὰ λόγια του καὶ ταυτόχρονα ἀναιρεῖται μὲ τὴ διαγωγή του, ἀποδεικνυόμενος κενὸς οἰηματίας, ξένος πρὸς τὸ ἦθος τοῦ οὐρανίου Πατρός.
. «Τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι»: Ὑπολογίζει τὸν χρόνο, τὴν κτίση ὄχι τὴν αἰωνιότητα, τὴν ἄκτιστη χάρη, ποὺ μιᾷ ροπῇ κάνει θεολόγο τὸν ληστὴ ποὺ μετανοεῖ.
. Κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του γιὰ ἀσωτεία καὶ ἀνταρσία καὶ ὁ ἴδιος δὲν ὑπακούει στὸν πατέρα του. Ἐνῶ διαλαλεῖ τὴ διαρκῶς ἄψογη στάση του –«οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον»– τὴν ἴδια στιγμὴ ὄχι ἐντολὴ αὐστηρὴ γιὰ δουλειὰ ἀρνεῖται, ἀλλὰ παράκληση πατρικὴ γιὰ συμμετοχὴ σὲ οἰκογενειακὴ χαρὰ καταπατεῖ.
. Ἄρα, δὲν εἶναι εὔκολο μόνοι μας νὰ ποῦμε ποῦ βρισκόμαστε, γιατὶ μπορεῖ νὰ πέφτωμε ἔξω, μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἐκτὸς ἑαυτῶν καὶ νὰ μὴν τὸ ξέρωμε, νὰ μὴν τὸ ἀντιλαμβανώμαστε.
. Τί φοβερὸ νὰ εἶσαι τόσο μακριά, ἐνῶ βρίσκεσαι μέσα στὸ σπίτι! Καὶ τὸ ἀκόμη φοβερότερο, νὰ ἐφαρμόζης τὶς ἐντολὲς καὶ νὰ μὴν καταλήγης στὴ γεύση τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ, νὰ μὴ γίνεσαι δαιτυμὼν λαμπρὸς τοῦ μεγάλου Συμποσίου ποὺ προσφέρεται «ὑπὲρ τῆς Οἰκουμένης».
Ἐμεῖς ὡς πατέρες πνευματικοὶ
. Ὑπάρχει μία ἰσορροπία στὴν ὅλη ἱστορία, γιατί ὁ πατέρας ὅλα τὰ ρυθμίζει θείως, ὅλα τὰ ὑποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τὸν σταυρὸ τῆς ὅλης περιπέτειας τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ τὰ δύο παιδιά του εἶχαν προβλήματα· βασανίστηκαν καὶ τὸν βασάνισαν. Αὐτὸς ὅμως ἔπραξε ἄψογα, θεϊκά. Οὔτε τὸν νεώτερο υἱὸ χαρακτήρισε ἄσωτο οὔτε τὸν πρεσβύτερο ἐπέπληξε, ἐπειδὴ τοῦ μίλησε ἄπρεπα. Ἡ συμπεριφορά του φανερώνει ἀπέραντη ἀγάπη καὶ φέρνει παρηγοριά.
. Ἐφ᾽ ὅσον ἔχομε ἕναν τέτοιο Πατέρα, μποροῦμε νὰ ἐλπίζωμε. Μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο γιὰ τὸ σπίτι, μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτό μας.
. Στὴ ζωή μας ὡς ἄνθρωποι εἴμαστε πάντοτε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ· καὶ ὑπόδειγμα γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα εἶναι ὁ νεώτερος υἱός. Βρισκόμαστε ὅμως καὶ στὴ θέση τοῦ πατρὸς ἢ τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Τότε πάλι τὸ πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερθοῦμε πρὸς τὰ τέκνα ἢ πνευματικά μας τέκνα μᾶς φανερώνει ἡ συμπεριφορὰ τοῦ «ἀνθρώπου» τῆς παραβολῆς.
. Ἂν βρισκώμαστε στὴν κατάσταση τοῦ νεωτέρου ποὺ ἐπέστρεψε ἢ ἐπιστρέφει, τότε μποροῦμε νὰ ἀνεχώμαστε τὸν ἄλλο, τὸ παιδί μας. Τότε μποροῦμε νὰ νοιώθουμε –καὶ νὰ τὸ ὁμολογοῦμε– ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, πολὺ ἀδύνατοι –«χωρὶς αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδὲν»–, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητευώμαστε, γιατί ἔχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν».
. Ἂν βρισκώμαστε εἴτε στὴν κατάσταση τοῦ νεώτερου υἱοῦ σὲ χώρα μακρινὴ ζῶντες ἀσώτως, εἴτε στὴν κατάσταση τοῦ πρεσβύτερου υἱοῦ, ποὺ δικαιώνει τὸν ἑαυτό του καὶ καταδικάζει τοὺς ἄλλους, τότε ὁπωσδήποτε θὰ παραποιοῦμε τὴ διαγωγὴ τοῦ ἀληθινοῦ Πατρός. Παρ᾽ ὅλη τὴν πιθανῶς καλή μας διάθεσι, θὰ βασανιζώμαστε καὶ πρὸ παντὸς θὰ βασανίζωμε.
. Σύμφωνα μ᾽ αὐτὰ μποροῦμε νὰ διακρίνωμε δύο ἐκτροπὲς συμπεριφορᾶς πατρὸς ἢ πνευματικοῦ πατρός:
Α´. Οἱ πρῶτοι –κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ νεωτέρου πρὸ τῆς ἐπιστροφῆς– παρουσιάζονται ὡς πολὺ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοὶ καὶ ἀνεκτικοί. Δὲν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογοῦν τοὺς νέους. Δὲν τοὺς θεραπεύουν ἀρρώστιες (δὲν ἔχουν τέτοια ἱκανότητα). Ὁτιδήποτε κάνουν τὰ παιδιά τους, τὰ θεωροῦν φυσικά, δικαιολογημένα ἢ καὶ τέλεια. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγάπης ἀλλὰ συνέπεια ἀδιαφορίας καὶ ἐπιπολαιότητας· προσπάθεια νὰ ἀποκτήσουν τὴν πρόσκαιρη φιλία τῶν παιδιῶν. Αὐτοὶ οἱ δάσκαλοι–πατέρες καλύπτουν τὴν ἀνικανότητα καὶ ἄγνοιά τους μὲ ὑποτιθέμενη φιλανθρωπία καὶ κατανόηση, ἐνῶ πρόκειται γιὰ πραγματικὴ καταφρόνηση καὶ ἐγκατάλειψη τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ μέγιστα καὶ τίμια.
. Αὐτοὺς τοὺς ὁδηγοὺς ἀκολουθοῦν οἱ νέοι γιὰ λίγο, ξεγελασμένοι ἀπὸ τὴν ἐπίφαση τῆς τόλμης τους καὶ τὸν παραπλανητικὸ φιλελευθερισμό τους. Ἀλλὰ γρήγορα τοὺς ἐγκαταλείπουν, ἂν ἔχουν γνήσιες ἀπαιτήσεις καὶ δυνατὴ πνευματικὴ κράση, γιατί ἀντιλαμβάνονται τὴν ἐπικίνδυνη κουφότητά τους. Αὐτοὶ εἶναι ἀλλότριοι, ξένοι πρὸς τὴ ζωή, τὴ φύση καὶ βαθιὰ δίψα τοῦ ἀνθρώπου. «Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀλλοτρίῳ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾽ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνὴν».
Β´. Οἱ δεύτεροι μένουν φαινομενικὰ στὸ σπίτι τοῦ πατέρα –παράδειγμα ὁ πρεσβύτερος υἱὸς– ἐνῶ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης του.
. Αὐτοχειροτονοῦνται πνευματικοὶ πατέρες, ἐπειδὴ «τοσαῦτα ἔτη» δουλεύουν. Καὶ ἐνεργοῦν ὡς βάναυσοι ἐπιτιμητὲς τῶν ἄλλων. Ὁ προσωπικός τους ἀγώνας γιὰ μετάνοια καὶ ταπείνωση, κατὰ τὰ λεγόμενά τους, ἔχει τελειώσει. Τώρα ἀσχολοῦνται μὲ τὰ προβλήματα τῶν ἄλλων (καὶ συνήθως αὐτόκλητοι). Ὅ,τι κάνουν, δὲν ὑπαγορεύεται ἀπὸ ἄδολη πατρικὴ ἀγάπη –τοὺς εἶναι ξένη– ἀλλὰ ἀπὸ μία μοχθηρὴ καρδιὰ καὶ ἀδικαιολόγητη γιὰ τὰ χρόνια τους ζηλοφθονία. Ἔτσι σύντομα γίνεται σ᾽ ὅλους ἔκδηλη ἡ ἐσωτερική τους ἀκαταστασία καὶ ἐκδικητικὴ μανία. Ἡ φωνὴ καὶ ἡ συμπεριφορά τους εἶναι ξένη πρὸς τὴ φωνὴ τοῦ γνήσιου ποιμένα, ποὺ θυσιάζει τὴν ψυχή του ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ «τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾽ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτὰ».
. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τοὺς ἐγκαταλείπουν. Καὶ ὅσο ἀπομακρύνονται –καὶ δικαιολογημένα– τόσο αὐτοὶ δαιμονίζονται, ἐκσφενδονίζοντας ἀπειλὲς καὶ κατάρες γι᾽ αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν τὶς συμβουλές τους.
. Δὲν μποροῦμε, δὲν μᾶς εἶναι ἐπιτρεπτό, νὰ δείξωμε οὔτε περισσότερη οὔτε λιγότερη ἐπιείκεια ἢ αὐστηρότητα ἀπ᾽ ὅση ἔδειξε ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ἢ διαφορετικὰ νὰ ποῦμε: καὶ ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ αὐστηρότητά μας εἶναι ἀνεπαρκεῖς καὶ περιττὲς γιὰ τὸν ἄλλο. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται, εἶναι νὰ παύσωμε, ἂν μποροῦμε, νὰ ζοῦμε τὸν κατὰ φαντασίαν βίο, καὶ νὰ ζοῦμε γιὰ τὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντα καὶ Ἀναστάντα. Ἔτσι θὰ ζοῦμε καὶ γιὰ ὅλους. Καὶ δι᾽ ἡμῶν θὰ φανερώνεται Ἐκεῖνος, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, καὶ ὄχι οἱ σχετικὲς καὶ ἄνευ ἀξίας δικές μας ἀπόψεις καὶ ἐνέργειες.
. Αὐτὸς ποὺ ἐπέστρεψε ἢ ἐπιστρέφει βλέπει μόνο τὴν ἀναξιότητά του («οὐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου»). Γι᾽ αὐτὸ διακρίνει καὶ ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Βλέπει τὸν ἑαυτό του πρῶτο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τοὺς ἄλλους καθαρούς. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ «καθ᾽ ὁμοιότητα τοῦ Θεοῦ», ἀγαπᾶ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ σώζει καὶ κρίνει. Δι᾽ αὐτοῦ ἀγαπᾶ καὶ φανερώνεται μόνον ὁ Θεός. Αὐτὸς γίνεται Θεὸς κατὰ χάριν καὶ ὄχι θεολόγος κατὰ φαντασίαν. Τὸ πρῶτο εἶναι δύσκολο καὶ δυσεύρετο, τὸ δεύτερο εὐτελὲς καὶ καθημερινό.
. Οἱ ἁγιαζόμενοι, οἱ ἄγιοι, μᾶς παρηγοροῦν, μᾶς σώζουν. Αὐτοὶ μποροῦν νὰ ἀναλάβουν τὸ ἔργο τοῦ πατρός, γιατί λένε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ ζωή τους. Παρουσιάζουν ὅτι ὁ ἀγώνας τους ὑπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεῖ ν᾽ ἀλλάζη, ἀλλὰ δὲν τελειώνει, μέχρι νὰ μπῆ ὁ ἄνθρωπος στὸν τάφο. Τὸ ἔργο τῆς μετανοίας ἀκολουθεῖ ὅσο ζοῦμε. Ἡ ἡμέρα τῆς ταφῆς μας εἶναι ἡ ὥρα τοῦ σαββατισμοῦ.
. Καὶ μεῖς, ποὺ εἴμαστε ἀδύνατοι, ποὺ ἔχομε προβλήματα, τοὺς ἀκοῦμε, τοὺς ἐμπιστευόμαστε τὸ εἶναι μας, τοὺς πλησιάζομε, θέλομε, ὅσο γίνεται περισσότερο, νὰ μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ὅτι μᾶς νοιώθουν, μᾶς εὐεργετοῦν, μᾶς θεραπεύουν, ὅσο σκληροὶ κι ἂν εἶναι –ὅταν εἶναι. Ἡ φιλανθρωπία τους εἶναι δραστική, σωτήρια, καὶ ἡ αὐστηρότητά τους φιλάνθρωπη.
. Χωρὶς τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τὴν παρουσία τῶν Ἁγίων, ποὺ κάνουν αἰσθητὴ τὴ στοργὴ καὶ τὸ φῶς Του, ἡ ζωὴ στὴ γῆ σκοτεινιάζει καὶ κρυώνει σὰν κόλαση: Οἱ πολίτες τῆς «μακρινῆς χώρας» σὲ καταστρέφουν στέλνοντάς σε νὰ βόσκης χοίρους, πάθη σαρκός. Καὶ οἱ «δίκαιοι» –τύπου πρεσβύτερου υἱοῦ– σὲ καταδικάζουν δὲν δέχονται τὴ μετάνοιά σου.
. Ὑπάρχει ὅμως πάντοτε ὁ Πατέρας ποὺ σὲ γέννησε, σὲ πονᾶ καὶ σὲ σώζει.
. Τὸ σύμπαν εἶναι κατοικήσιμο, ἐφ᾽ ὅσον ἔχομε τὸν Θεὸ πατέρα καὶ τὸν συνάνθρωπο ἀδελφό μας.
Σᾶς ἄρεσε;
Μοῦ ἀρέσει Φόρτωση σὲ ἐξέλιξη...
Σχετικά
Ἀρχιμ. Βασίλειος, Ἄσωτος υἱός, πρεσβύτερος υἱὸς
Αὐτὴ ἡ καταχώριση ἀναργήθηκε στὶς 3 Μάρτιος 2013, 9:22 μ.μ. καὶ ἀρχειοθετήθηκε ὡς ΘΕΟΛΟΓΙΑ, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΣ. Μπορεῖτε νὰ παρακολουθήσετε τὶς ἀπαντήσεις μέσῳ τοῦ RSS 2.0.
Μπορεῖτε νὰ ἀφήσετε μιὰν ἀπάντηση ἢ μιὰ εἰδοποίηση σύνδεσης ἀπ' τὸν δικό σας ἱστοχῶρο.