Ο ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ
Ὁ συγκεράσας τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση μὲ τὴν ζωντανὴ θεολογία
σοφὸς διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς καθοδηγητὴς τῆς Αἰγύπτου
Γράφει ὁ Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός
. Ἀνάμεσα στοὺς φωτεινοὺς ἀσκητές, διαπρεπεῖς πατέρες καὶ πολύτιμους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ τιμώμενος στὶς 4 Φεβρουαρίου τόσο ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ [ὅσο καὶ ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία] Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ὁ «ἱερατικῆς καὶ ἀσκητικῆς πολιτείας κανὼν» κατὰ τὸν Μέγα Φώτιο, ὁ «ἀγγελικὸν ἄντικρυς μετελθὼν βίον» κατὰ τὸν ἱστορικὸ Εὐάγριο.
. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας, γεννήθηκε γύρω στὸ 350 μ.Χ. στὸ Πηλούσιο τῆς Αἰγύπτου, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ βορειοανατολικὸ ἄκρο τοῦ δέλτα τοῦ Νείλου, κοντὰ στὴ σημερινὴ κωμόπολη Τινὲχ καὶ τὸ Πὸρτ Σάϊντ. Μάλιστα ἡ ἐρειπωμένη πλέον σήμερα πόλη τοῦ Πηλουσίου τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν προσωνυμία «Πηλουσιώτης». Οἱ εὐσεβεῖς, ἐνάρετοι καὶ πλούσιοι γονεῖς του διέκριναν ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὴ φιλομάθειά του καὶ ἐπιμελήθηκαν τὴν ὑψηλὴ μόρφωση καὶ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀνατροφή του. Γύρω στὸ 370 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος πῆγε στὴν περιώνυμη πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας γιὰ νὰ σπουδάσει. Ἐκεῖ γνωρίσθηκε μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ φοίτησε στὴν περίφημη Κατηχητικὴ Σχολή, ὅπου διευθυντὴς ἦταν ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλός, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ ὁ διδάσκαλός του. Σπούδασε τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, ἀλλὰ παράλληλα μελετοῦσε καὶ τὰ ἔργα τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐνῶ καθημερινὰ ἐντρυφοῦσε μέσα στὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὑπῆρξε θαυμαστὴς καὶ ὑπέρμαχος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ συστηματικὸς μελετητὴς τῶν ἔργων του. Παράλληλα ἦταν καὶ ἔνθερμος μιμητὴς τοῦ ὕφους καὶ τῶν ἰδεῶν του καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἀγωνίσθηκε μὲ θάρρος γιὰ τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴν ἐπαναγραφὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὰ δίπτυχα τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας ὕστερα ἀπὸ τὴ διαμάχη καὶ τὴ σύγκρουση τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐκθρόνιση καὶ τὴν ἐξορία τοῦ Ἱεροῦ Πατρός. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος διακρίνοντας τὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν εὐρεία θεολογικὴ κατάρτιση τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, τὸν χειροτόνησε ἱερέα. Σὲ ὅλη τὴν μετέπειτα ἱερατικὴ καὶ μοναχική του πορεία ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό, ἔχοντας ὡς φωτεινὸ πρότυπό του τὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ ὡς μόνιμο μέλημά του τὴν ἀνόθευτη διατήρηση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μετὰ τὶς σπουδὲς καὶ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του, τὸ Πηλούσιο τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀνέπτυξε μεγάλο ἱεροκηρυκτικὸ ἔργο. Ἀναδείχθηκε σοφὸς διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς καθοδηγητὴς ἑκατοντάδων ψυχῶν, οἱ ὁποῖες κοντά του ἔβρισκαν τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση. Ἀπέκτησε κύρος καὶ πνευματικὴ ἀκτινοβολία καὶ μάλιστα σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε πολλοὶ τὸν θεωροῦσαν ἄνδρα ἁγιότητος καὶ ἀπαστράπτουσας ἀρετῆς.
. Γύρω στὸ 400 μ.Χ. ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ «ἐν τῷ κόσμῳ» καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μοναστήρι τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν γέροντα καὶ «μόνος πρὸς μόνον τὸν Θεὸν γενόμενος» ἀσκήθηκε στὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀκτημοσύνη, τὴν προσευχή, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν περισυλλογὴ γιὰ νὰ γίνει σύντομα «τῶν μοναστῶν τὸ κλέος». Μελετοῦσε ἀδιάλειπτα τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων καὶ ἔφτασε σὲ τέτοιο ἁγιοπνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ σὲ τέτοια πνευματικὴ ὡριμότητα, ὥστε ἑκατοντάδες πιστοὶ τὸν ἀναζήτησαν καὶ ἀφοῦ βρῆκαν τὸ μοναστήρι, στὸ ὁποῖο μόναζε, τὸν ἐπισκέπτονταν, γιὰ νὰ οἰκοδομηθοῦν πνευματικὰ καὶ νὰ βροῦν λύση στὰ προβλήματά τους. Στοὺς πολυάριθμους ἐπισκέπτες προσέφερε μαζὶ μὲ τὴν ψυχικὴ ἀνάπαυση καὶ παροιμιώδη φιλοξενία, προέτρεπε δὲ τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἶναι φιλόξενοι, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ σὲ ἐπιστολή του, στὴν ὁποία ἐπιπλήττει δριμύτατα ὅσους δὲν προσφέρουν φιλοξενία σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἔχουν ἀνάγκη. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης κατέστη μὲ τὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ τὸν ἐνάρετο βίο του ἐπόπτης ὅλων τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν μοναχῶν της περιοχῆς, ἀφοῦ μὲ τὶς συνεχεῖς νουθεσίες του στήριζε καὶ καθοδηγοῦσε πνευματικά τους μοναχούς. Ἐπιπλέον ὁδήγησε τὰ μοναστήρια σὲ τέτοια πνευματικὴ ἀκμὴ καὶ λάμψη, ὥστε ἀναδείχθηκαν φωτεινοὶ φάροι καὶ ἰσχυροὶ προμαχῶνες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Τὸ ὁλοένα καὶ αὐξανόμενο πλῆθος τῶν χριστιανῶν, τὸ ὁποῖο κατέφθανε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ καθοδηγηθεῖ πνευματικά, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία γιὰ νὰ ἐπιδοθεῖ μὲ περισσότερη ἡσυχία στὴν προσευχή, τὴ μελέτη καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ πνευματική του ὡριμότητα μὲ τὴ συνεχῆ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ ἡ πολυμάθειά του τὸν ἀνέβασαν σὲ τέτοιο ὑψηλὸ ἐπίπεδο σοφίας καὶ διανόησης, ὥστε ἀπέκτησε τὸ χάρισμα νὰ ἑρμηνεύει καὶ τὰ πιὸ δύσκολα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ δίνει τὴν ἀπαιτούμενη λύση καὶ ἀπάντηση σὲ κάθε ἀπορία καὶ σὲ κάθε πρόβλημα πιστοῦ, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ στὴν ἔρημο τὸν ἀναζήτησαν ἑκατοντάδες ταλαιπωρημένες ψυχές. Μάλιστα ἀναπτύχθηκε μεταξὺ τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν χριστιανῶν μία μοναδικὴ καὶ ἀξιομνημόνευτη ἀλληλογραφία, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν σωζομένων ἐπιστολῶν του ποὺ ἀνέρχονται σὲ 2.000 καὶ διακρίνονται γιὰ τὴ λακωνικότητα, τὸ κομψὸ ὕφος καὶ συχνὰ τὸν ποιητικό τους λόγο. Οἱ πολυάριθμες αὐτὲς ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἕνα ἄριστο θησαυροφυλάκιο συμβουλευτικῆς σοφίας καὶ πείρας, πραγματεύονται δογματικὰ καὶ ἀπολογητικὰ θέματα, θέματα ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθὼς καὶ θέματα μὲ ἠθικοθρησκευτικὸ περιεχόμενο, ἀπευθύνονται δὲ σὲ διάφορες τάξεις: σὲ αὐτοκράτορες, ἐπισκόπους, ἱερεῖς, μοναχούς, πλούσιους, φτωχοὺς καὶ λογίους. Μὲ τὸν πύρινο λόγο του στὶς ἐπιστολὲς ἔφτασε ὁ σοφὸς καὶ ἀσκητικὸς Ἅγιος Ἰσίδωρος νὰ ἐπιπλήξει καὶ νὰ ἐλέγξει μὲ αὐστηρότητα ἀκόμη καὶ αὐτοκράτορες καὶ ἰσχυροὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς παροτρύνει νὰ συναισθανθοῦν τὰ λάθη τους καὶ νὰ ἐπανορθώσουν, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Πατριάρχη Θεόφιλο, τὸν Ἐπίσκοπο Πηλουσίου Εὐσέβιο καὶ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Στὶς ἐπιστολές του ἀπαντοῦσε πάντοτε μὲ γνώμονα τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς καὶ μὲ ὁδηγὸ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὴ βαθειὰ πίστη καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς διάκρισης καὶ τῆς σύνεσης. Παρόλο ποὺ ἦταν αὐστηρὸς καὶ ἀνυποχώρητος στὴν ἁμαρτία, τὴν ἀδικία, τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, ἦταν ταυτόχρονα εὐαίσθητος, προσιτὸς καὶ ἀνθρώπινος.
. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε γιὰ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς κληρικοὺς ποὺ διακονοῦν σ’ αὐτή, ἀλλὰ καὶ δὲν δίστασε νὰ καυτηριάσει τοὺς φαύλους κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του, ἐναντίον τῶν ὁποίων συνέγραψε ἐλεγκτικὲς ἐπιστολὲς ἐπιδιώκοντας νὰ τοὺς φέρει σὲ συναίσθηση. Στηλίτευσε μὲ αὐστηρότητα τὰ θλιβερὰ φαινόμενα τῆς σιμωνίας καὶ τῆς φιλαργυρίας στοὺς κληρικοὺς ὅλων τῶν βαθμίδων, φαινόμενα ποὺ δυστυχῶς ἀκόμη καὶ σήμερα τραυματίζουν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, προσβάλλουν τὴν ἀποστολὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν ἀξίων κληρικῶν καὶ σκανδαλίζουν τοὺς πιστούς. Ἐνδεικτικὸς εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς ἐπιστολῶν ποὺ συνέγραψε ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος γιὰ τοὺς μιαρούς, φιλάργυρους, ἐγωιστές, φλύαρους, πονηρούς, ματαιόδοξους, σιμωνιακοὺς καὶ ἀπερίσκεπτους κληρικούς, οἱ ὁποῖοι μόλυναν μὲ τὸν βίο καὶ τὴ συμπεριφορά τους τὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο, ὅπως ὁ Ζώσιμος, ὁ Μάρων καὶ ὁ Μαρτινιανός, ἐνῶ δὲν παραλείπει νὰ στιγματίσει καὶ τοὺς ὑποψήφιους ἐπισκόπους ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀνέλθουν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο μὲ ἀνεντιμότητα, διαπράττοντας τὸ φοβερὸ ἁμάρτημα τῆς σιμωνίας. Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του παρουσιάζει τὴν ἱερωσύνη ὡς θεῖο ἀξίωμα καὶ ὡς οὐράνιο ἀγαθό, τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἀνάμεσα στὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν πρώτη καὶ νὰ μεταβάλλει πρὸς τὸ ἀνώτερο τὴν δεύτερη. Ἐπιπλέον ὁ ὑποψήφιος κληρικὸς πρέπει νὰ ἔχει ἀσκηθεῖ στὴν ὑπακοή, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ νὰ ἔχει ἐπιδοθεῖ ὁ ἴδιος σὲ πνευματικὸ ἀγώνα, γιὰ νὰ εἶναι κεκοσμημένος μὲ ἀρετὲς καὶ ἔτσι νὰ μπορέσει ὀρθὰ νὰ καθοδηγήσει τὶς ἀνθρώπινες ψυχές. Σὲ μία ἐπιστολή του ὁ Ἅγιος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα γιὰ τὸν ἱερέα: «Ἄπτει λύχνον ὁ Θεὸς Ἱερέα καὶ τίθησιν αὐτὸν ἐπὶ τὴν λυχνίαν τῆς ἑαυτοῦ φωτοφόρου καθέδρας, ἵνα ἑξαστράπτῃ φωτισμὸν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ δογμάτων καὶ πράξεων», ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνάξιους κληρικούς, τοὺς ὁποίους ἀποκαλεῖ «ἐπιδρομεῖς», ἀναφέρει ὅτι ὅταν κάποιος νόθος καὶ ἀνάξιος εἰσέλθει μὲ τὴ βία στὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, τότε ὁ στολισμὸς τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος μεταβάλλεται σὲ ἀπρέπεια. Παράλληλα ὑπογραμμίζει ὅτι τὸ νὰ σφάλει καὶ νὰ ἁμαρτάνει κάποιος λαϊκὸς εἶναι φοβερό, τὸ νὰ σφάλει ὅμως ἱερωμένος εἶναι φοβερότερο, ἐνῶ θεωρεῖ ἀναγκαῖο τὸ μέτρο σὲ ὅλα, ἀκόμη καὶ στὴν τροφή, τὴν κατοικία, τὴν ἐνδυμασία, τὴ φωνὴ καὶ τὸ βάδισμα. Ἔτσι εἶναι ἀνούσιο νὰ νηστεύει κανεὶς ἀπὸ τὴ μία καὶ νὰ πλουτίζει ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μὲ αὐστηρότητα ἀντιμετώπιζε ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος καὶ αὐτοὺς ποὺ φλέγονται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνουν ἐπίσκοποι, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴ συναίσθηση τῆς βαρύτατης πνευματικῆς ἀποστολῆς τους, ἀλλὰ καὶ τῶν πολλαπλῶν ὑποχρεώσεων καὶ τῶν πολυευθύνων καθηκόντων τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀπέναντι στὸν λαὸ ποὺ καλοῦνται νὰ διαποιμάνουν.
. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ἐπιστολὲς ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἔγραψε καὶ δύο θαυμάσιες πραγματεῖες, ἡ μία μὲ τίτλο: «Λόγος πρὸς Ἕλληνας», στὴν ὁποία ὑπερασπίζεται τὴ Θεία Πρόνοια ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὴν ἀρνοῦνται καὶ ἡ δεύτερη μὲ τίτλο «Περὶ τοῦ μὴ εἶναι εἱμαρμένην», στὴν ὁποία ἀποδεικνύει τὴν ἀνυπαρξία τῆς μοίρας. Ὁ πάνσοφος καὶ πανόλβιος Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ὁ «γράμμασι τῆς θείας σοφίας καὶ τῆς ἔξω ἐξησκημένος» ἐπιδόθηκε μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο καὶ στὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, ὅπως τῆς αἵρεσης τοῦ Νεστορίου. Μάλιστα ζήτησε μέσῳ ἐπιστολῆς του ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ νὰ συμμετάσχει ὁ ἴδιος στὴ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ 431 μ.Χ., ἐνῶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας ζήτησε νὰ μετριάσει τὸ μένος του ἐναντίον τοῦ αἱρεσιάρχου. Στοὺς λόγους του ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος προβάλλει πάντοτε τὴ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Μεγάλων Πατέρων καὶ κυρίως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ «τῶν ἐν Βυζαντίῳ καὶ πάσης Ἐκκλησίας ὀφθαλμόν», ἐνῶ θεωρεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς «τὸ μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας». Κάποια στιγμὴ ἔφθασε ὅμως καὶ ἡ ὥρα ποὺ ὁ δικαιοκρίτης Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου τὸν κάλεσε κοντά Του. Ἔτσι στὶς 4 Φεβρουαρίου τοῦ 437 μ.Χ. καὶ ἔχοντας ἐπιστρέψει στὸ ἀγαπημένο του μοναστήρι, ἐγκατέλειψε τὴν ἐπίγεια ζωὴ γιὰ νὰ παραμείνει στὴ συνείδηση τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης ὡς ἕνας ταπεινός, σοφός, ἐνάρετος καὶ πολυγραφότατος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
. Ἡ ἀπαστράπτουσα ἀρετή, ὁ ἀσκητικός του βίος καὶ τὸ πολύπλευρο ἔργο τοῦ ὁδήγησαν καὶ στὴ διάδοση τῆς τιμῆς του μὲ τὴν ἀνέγερση ἱερῶν ναῶν ἐπ’ ὀνόματί του. Ἀξιομνημόνευτος εἶναι ὁ εὐρισκόμενος στὴ νοτιοδυτικὴ πλαγιὰ τοῦ ἱστορικοῦ λόφου τοῦ Λυκαβηττοῦ τῶν Ἀθηνῶν γραφικὸς καὶ κατανυκτικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, ὅπου τὸ Ἱερό του Βῆμα βρίσκεται μέσα σὲ σπήλαιο. Ὁ ἱστορικὸς αὐτὸς ναὸς τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἀνακαινίσθηκε ἐκ βάθρων τὸ 1931 καὶ ἦταν γνωστὸς στοὺς παλαιοὺς Ἀθηναίους ὡς «Ἅγιος Σιδερέας», φέρει τὴν προσωνυμία «Ἅγιοι Ἰσίδωροι», ἀφοῦ σὲ τρεῖς φορητὲς εἰκόνες τοῦ ναοῦ συναπεικονίζονται ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ ἐν Χίῳ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ναὸς πανηγυρίζει τόσο στὶς 4 Φεβρουαρίου ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου ὅσο καὶ στὶς 14 Μαΐου ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ ἐν Χίῳ. Στὶς δύο ἐτήσιες πανηγύρεις τοῦ ναοῦ τελοῦνται οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες πρὸς τιμὴν τῶν δύο ἑορταζομένων Ἁγίων, ἐνῶ λιτανεύεται μὲ τὴν πρέπουσα ἐκκλησιαστικὴ τάξη ἡ παλαιὰ ἐφέστια εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἰσιδώρων. Ἐπίσης στὸ παρακείμενο ἀπὸ τὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἰσιδώρων σωζόμενο σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀριστείδου τελεῖται κατ’ ἔτος στὶς 13 Σεπτεμβρίου πανήγυρη ἐπὶ τῇ μνήμη τοῦ ἐνδόξου Ἀθηναίου φιλοσόφου, ἀπολογητοῦ καὶ μάρτυρος τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὸν ἀείμνηστο φιλίστορα Ἀθηναῖο ζωγράφο Ἀριστείδη Περιστέρη προσερχόταν στὸ σπήλαιο γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ ἐνισχυθεῖ πνευματικὰ στὸν ἀγώνα του ὑπὲρ τῆς ὑπεράσπισης τῶν διωκομένων χριστιανῶν. Ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου τιμᾶται καὶ ὁ ναὸς τοῦ Β΄ Κοιμητηρίου Ἀθηνῶν στὴν περιοχὴ τῶν Ἄνω Πατησίων, ὁ ὁποῖος ἀνεγέρθηκε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Δημάρχου Ἀθηναίων Ἀριστείδου Σκληροῦ εἰς μνήμην τοῦ πατρός του Ἰσιδώρου.
. Ἰδιαίτερη τιμὴ ἀπολαμβάνει ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης στὸ παραδοσιακὸ χωριὸ τῆς Ἄνω Κορακιάνας στὸ καταπράσινο καὶ εὐλογημένο νησὶ τῆς Κέρκυρας, ὅπου σὲ μία θαυμάσια ἐξοχικὴ τοποθεσία μὲ πανοραμικὴ θέα βρίσκεται ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα ἕνα γραφικὸ ἐκκλησάκι ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο. […] Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης τιμᾶται μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ τιμὴ καὶ στὸν ὁμώνυμο ἱερὸ ναὸ στὸν Κάβο Σίδερο τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ ἀνατολικότερο σημεῖο τῆς μεγαλονήσου καὶ βρίσκεται σὲ ἀπόσταση 32 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴ Σητεία. […] Ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου ὑπάρχει καὶ στὴν περιοχὴ Ἐψιμιὰ τῆς Ἱερᾶς Νήσου Πάτμου […]
. Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἔρχεται στὴ σημερινὴ ἀλλοπρόσαλλη καὶ ἐγωκεντρικὴ ἐποχὴ νὰ μᾶς διδάξει, νὰ μᾶς ἀφυπνίσει καὶ νὰ μᾶς παραδειγματίσει, ἀφοῦ ἦταν αὐτὸς ποὺ συγκέρασε τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση μὲ τὴν ζωντανὴ θεολογία, διδάσκοντας τοὺς πιστοὺς νὰ ἔχουν σωφροσύνη, ἀνδρεία, ἡμερότητα, δικαιοσύνη καὶ πρὸ πάντων ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ὁ θησαυρὸς ὅλων τῶν ἀρετῶν. Μόνο μὲ τὴν ἀρετή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πίστη θὰ μπορέσει ὁ χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου νὰ κερδίσει τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ νὰ γίνει εὐάρεστος στὸν Θεό, Τὸν ὁποῖο ὁ θεοφόρος ἀσκητὴς καὶ σοφὸς διδάσκαλος ἀπὸ τὸ Πηλούσιο τῆς Αἰγύπτου Ἅγιος Ἰσίδωρος χαρακτηρίζει ὡς ὑπέρτατο Ὂν καὶ ὡς ἀΐδιο, παντοδύναμο, ἀγαθό, δίκαιο, μακρόθυμο, φιλάνθρωπο, ἀναμάρτητο, ἀναλλοίωτο καὶ δημιουργὸ τῶν πάντων.
ΠΗΓΗ: syndesmosklchi.blogspot.gr