«Ὅσο ψηλότερα πηδάει ἡ μαϊμού…
…τόσο περισσότερο φαίνεται ὁ κῶλος της».
Γράφει ὁ Δ. Νατσιός
Δάσκαλος-Κιλκίς
. Εὐθύβολη καὶ περιεκτικότατη ἡ λαϊκὴ παροιμία, ἀποτυπώνει, «ἀκραιφνῶς καὶ ἀκιβδήλως», μίαν ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Καί, ὡς γνωστόν, τὸ συμπαθέστατο, κατὰ τὰ ἄλλη, αὐτὸ ζῶο, ἡ μαϊμού, ἐκτίθεται ἀπὸ τὴν… πισινή του θέα. Οἱ παροιμίες, σύμφωνα μὲ τοὺς μελετητές, εἶναι συμπυκνωμένοι μύθοι. Ἄρα, ὀφείλουμε, νὰ παραθέσουμε τὸ ἐπιθύμιον, νὰ τὴν προβάλλουμε στὴν ἀνθρώπινη βιοτή. Λοιπόν. Κάποιοι ἄνθρωποι, ἀτάλαντοι καὶ ἀσήμαντοι, «νοσοῦντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης, ὀνειροφαντάζονται λαμπρὲς καριέρες, ὑπερεκτιμοῦν τὶς δυνατότητές τους, ἀναρριχῶνται στὰ ὑψηλὰ καί… ἀποκαλύπτεται ὁ δυσειδὴς κῶλος τους. (Τὸ φαινόμενο αὐτὸ τὸ μελέτησε ἐπαρκῶς, ὁ Καστοριάδης, στὸ ἐξαιρετικὸ βιβλίο του «ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητας». Καὶ οἱ ἀρχαῖοι τὸ συνόψισαν, ἀριστοτεχνικὰ καὶ δωρικῶς, μὲ τρεῖς λέξεις: «ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσι»).
. Ἂν σκαλίσουμε λίγο τὰ περασμένα, ἕνα κλασικὸ παράδειγμα ἐγωτικῆς μεγαλαυχίας καὶ ψωροπερηφάνειας (θαυμάσια λέξη), συναντᾶμε στὰ «ἀπομνημονεύματα» τοῦ Μακρυγιάννη. Ἂς προσέξουμε τὸ «πνεῦμα ἀνεκτικότητας» καὶ δημοκρατικότητας» μὲ τὸ ὁποῖο ἀντιμετωπίζει ὁ βαθύτατα Ὀρθόδοξος χριστιανός, στρατηγός, μιὰ τέτοια ὑπερφίαλη καὶ φίλαυτη «μαϊμού»: «Ἀφοῦ εἴμουνα εἰς τὴν Ἀρκαδία ἄκουγα τὸν πρόβοδον τῶν Ἀράπηδων, ντρεπόμουν νὰ καθήσω μὲ τὶς γυναῖκες, μὲ τρακόσιους ἄνδρες διαλεχτοὺς ὀπούχα. Τὸ λέγω τοῦ διοικητῆ τῆς Ἀρκαδίας, νὰ τὸν ἀφήσω ἕναν ἀξιωματικὸν μὲ πενήντα ἀνθρώπους καὶ νὰ πάγω μὲ τοὺς ἄλλους εἰς τὴν ἀνάγκη τῆς πατρίδας. Μ’ ἀποκρίνεται: “Δὲν ἔχεις νὰ πᾶς πουθενά, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ κείνους ὁπού κατεβάζω κι ἀνεβάζω στρατηγούς”. Ἦταν ἕνας μπαρμπέρης, φίλος του ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Πρωτοσύγκελου κι ἀλλουνῶν. Ἐγώ ᾽λεγα νὰ πάγω νὰ σκοτωθῶ μὲ τοὺς ὀχτρούς, αὐτὸς γύρευε νὰ μοῦ γκρεμίσει τὸν βαθμό μου. Τοῦ μίλησα δι’ αὐτό, τοῦ κακοφάνη. Εἶπε ἑνὸς ἀνηψιοῦ του, ὁποῦχε εἰς τὸ ψωμὶ καὶ γεμεκλίκια καὶ μᾶς τάκοψε. Πῆγα καὶ τὸν ἔπιασα καὶ τόδωσα ἕνα ξύλο διὰ πεθαμόν· κι ἂν δὲν πήδαγε ἀπὸ τὸ παλεθύρι κάτον ὁ διοικητής, δὲν ξέρω ἂν ἔμενε ζωντανός».
. Βεβαίως, ἕνας ἐκλεπτυσμένος παρασιτοδιανοούμενος τῆς σήμερον ὑπέρμαχος τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, θὰ χαρακτήριζε, αὐτὴν τὴν συμπεριφορά, βαρβαρικὴ (ἢ φασιστική). Τί νὰ κάνουμε ὅμως; Κάτι τέτοιοι μᾶς ἀπελευθέρωσαν, ποὺ ἔριχναν «ξύλο διὰ πεθαμὸν» στὶς κενόδοξες «κοπριὲς» τῆς ἐποχῆς τους.
. Πεδίον λαμπρόν. στὸ ὁποῖο σταδιοδρομεῖ τὸ συνονθύλευμα ἀθλίων καὶ μετρίων, εἶναι… ποιό ἄλλο; Ἡ πολιτικὴ τέχνη. Τὸ 1877, ὁ Ροΐδης, μὲ τὸ γνωστὸ σκωπτικὸ ὕφος, γράφει στὶς «Σκνίπες», τοῦ «Ἀσμοδαίου»: «Τὸ ἔθνος ἡμῶν ὑφίσταται πολιτικήν τινα ζύμωσιν, καθ’ ἣν τὰ ἀκαθαρτότερα στοιχεῖα ἀνέρχονται καὶ ἐπιπλέουσιν, ἐν εἴδει ἑξαφρίσματος, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας. Ὁ τοιοῦτος ἀφρός, κατέχων, κατὰ τοὺς νόμους τῆς φυσικῆς, τὰ ἀνώτερα στρώματα, θέλει κυβερνᾶ, φλυαρεῖ καὶ κλέπτει ἀσυστόλως τὴν Ἑλλάδα, μέχρις οὗ (τώρα αὐτὸ τὸ «οὗ» γυμνὸ ἀπὸ τὰ στολίδια του, τὴν δασεία καὶ τὴν περισπωμένη, ποὺ ἔπαιρνε ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυμία δὲν καταλήγει νὰ φαίνεται ἀρνητικὸ μόριο;) τελειώση ἡ ζύμωσις καὶ λάβη ἀνὰ χεῖρας ὁ λαὸς τὴν μεγάλη ἐξαφριστικὴν κουτάλαν». («Ἅπαντα», τόμ. Β´, σελ. 70). Πέρασαν 150 χρόνια ἀπὸ τὸ ροϊδικὸ ὅραμα καὶ ὁ λαὸς ὄχι μόνον δὲν κατόρθωσε ἀκόμη «νὰ λάβη ἀνὰ χεῖρας» τὴν «ἐξαφριστικὴν κουτάλαν», ἀλλὰ τὰ ἀκαθαρτότερα στοιχεῖα (τὰ καθάρματα) ἐπληθύνθησαν σφόδρα, κλέπτοντας, ἀσυστόλως καὶ ποικιλοτρόπως, τὴν Ἑλλάδα, στέλνοντας τὸν λαό της, στὸν βυθὸ τῆς οἰκονομικῆς φρίκης. Τοιοῦτος ὅμως ἀφρός, μαϊμουδίλων καὶ ἐπιπλέων ἐπὶ τῆς πολιτικῆς ἐπιφανείας, μᾶς προέκυψε καὶ στὶς πρόσφατες ἐκλογές. Ἐξ αἰτίας τοῦ πανάθλιου ἐκλογικοῦ μέτρου, μὲ 1500 περίπου ψήφους ἐξελέγη «ἐθνομητριὰ» καὶ ἡ κ. Ρεπούση. Ἀφηνιάζοντας (ἢ σαλτάροντας ὅπως λένε οἱ νεώτεροι) ἀπὸ τὴν ἀναπάντεχη προβολὴ καὶ δόξα, ἄρχισε νὰ ….. τὶς βλακώδεις καὶ προδοτικὲς ἰδεοληψίες της. Δοκός, ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τῆς χαριτόβρυτης βουλευτοῦ, ἡ Ἐκκλησία. («Πᾶν ἀπωθούμενον προβάλλεται», ἔλεγε νομίζω, ὁ Γιούγκ).
. Καὶ ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν μαθητῶν τὴν ἐνοχλεῖ καὶ οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ στὴν τάξη καὶ τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν τὴν ἐρεθίζει ἐπιζητώντας τὴν κατάργησή του ἢ τὴν μετατροπή του σὲ θρησκειολογικὴ τιποτολογία. Παρένθεση. Ἐδῶ συμπλέει μὲ τοὺς μεταπατερικοὺς «ἀφρούς». Γι’ αὐτοὺς ἰσχύει ἀπόλυτα τό, ὑπὸ τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, ρηθέν: «ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας, μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον», δηλαδή, τὴν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς προσέξουν οἱ κενόσπουδοι «μεταπατερικοὶ» οἰκουμενιστές, μὴν πάθουν σὰν τὴν μαϊμοὺ τῆς παροιμίας.
. Καὶ ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι, κάποιοι, κάτω ἀπὸ τὸ κέλυφος τῆς μεταπατερικῆς ἢ συναφειακῆς,τάχα καὶ θεολογίας,κρύβουν τὰ ὑπαρξιακά τους κουρέλια,τὴν ἀποτυχία τους, τὴν ὁποία θέλουν νὰ κατοχυρώσουν καὶ δογματικά, πράγμα ποὺ εἶναι ἀρχὴ καὶ ρίζα πάσης αἱρέσεως. Ἡ δὲ περπερεύουσα κ. Ρεπούση, ἐπειδὴ «ἐπικράνθη» καὶ ἐξευτελίσθηκε ἀπὸ τὴν ὑποτιμητικὴ ἀπόσυρση τοῦ «κουρελουργήματός» της (Ζουράρις), ἐκσφενδονίζει τὶς θυμηδιογόνες ἐκκλησιομαχίες της πιστεύοντας, ἡ ταλαίπωρη, ὅτι ἔτσι παίρνει τὸ αἷμα τῆς πίσω. Τί νὰ πεῖ ……; «Ὁ καθεὶς τὴν μύξα του γιὰ βούτυρο τὴν ἔχει». Ἐκδικεῖται· ποιόν; Τὴν ἱστορία μας; Τὸν λαό, ποὺ θεωρεῖ τὸ ὄνομά της συνώνυμο τῆς προδοσίας καὶ τοῦ γραικυλισμοῦ; «Ἀέρα δέρει».
. Τόσα χρόνια «παίδευε» φοιτητὲς στὸ παιδαγωγικό, δὲν ἔμαθε ὅτι τὸ μεγαλεῖο τοῦ δασκάλου κρύβεται στὴν ἀναγνώριση τοῦ λάθους; Ὅτι ἡ συγγνώμη εἶναι τὸ μυστικὸ ὑφάδι τῆς σωστῆς διδασκαλίας; Ἔφυγε ἀπὸ τὴν Βουλή, γιὰ νὰ μὴν τιμήσει τοὺς χιλιάδες σφαγιασθέντες ἀπὸ τὶς συμμορίες τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ, δηλαδὴ τίμησε τοὺς ἐγκληματίες. Δὲν τὸ γνωρίζει, ὅμως στὶς γενέθλιες ἐθνοσυνελεύσεις τοῦ κράτους μας, ὑπάρχει πρόβλεψη γιὰ τὴν περίπτωσή της: «Κάλλιον νὰ μὴν ὑπάρχει Ἕλλην εἰς τὸν κόσμον, παρὰ νὰ ἀτιμάζει τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν, ὑπάρχων ἀνδράποδον τοῦ ἀναισθήτου Τούρκου, ἐνῶ ἐπλάσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐλεύθερος». (Γ´ Ἐθνοσυνέλευσις, Τροιζήνα 5 Μαΐου 1827). Ἂς ἀφήσει τὶς τουρκολατρικὲς ἐκκενώσεις της, γιατί μᾶς φτάνει ἡ ἐξαθλίωση ποὺ μᾶς φόρτωσαν οἱ κομματικὲς συμμορίες. Τί τοῦ ἔμεινε ἄλλωστε αὐτοῦ τοῦ πολύπαθου, πληγωμένου λαοῦ, παρὰ μία ἐλάχιστη, εὐλογημένη καύχηση γιὰ τὴν ἱστορία του; Ὣς πότε θὰ τὴν μαγαρίζει, ὑπάρχουσα ἀνδράποδον τοῦ ἀναισθήτου Τούρκου; Στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόμαστε, δὲν εἶναι ἀπίθανα, νὰ ἐπαναληφθοῦν τὰ λεγόμενα «Σανιδικά». Καὶ λόγῳ ἔντονων τελευταία βροχοπτώσεων οἱ σανίδες εἶναι βρεγμένες…
Σᾶς ἄρεσε;
Μοῦ ἀρέσει Φόρτωση σὲ ἐξέλιξη...
Σχετικά
“μεταπατερική” θεολογία, ἀλαζονία, ἐκκλησιομαχία, φιλαυτία, Δημ. Νατσιός, Μακρυγιάννης, κενοδοξία
Αὐτὴ ἡ καταχώριση ἀναργήθηκε στὶς 29 Μάϊος 2012, 4:18 μ.μ. καὶ ἀρχειοθετήθηκε ὡς ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ. Μπορεῖτε νὰ παρακολουθήσετε τὶς ἀπαντήσεις μέσῳ τοῦ RSS 2.0.
Μπορεῖτε νὰ ἀφήσετε μιὰν ἀπάντηση ἢ μιὰ εἰδοποίηση σύνδεσης ἀπ' τὸν δικό σας ἱστοχῶρο.