Ο ΙΟΥΔΑΣ ΣΤΗΝ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ «Ἡ προδοσία εἶναι πάντοτε ἀκοίμητη ἀπειλὴ ἐναντίον τοῦ θρησκευομένου ἀνθρώπου». (Ἰω. Κορναράκης)

Ὁ Ἰούδας στὴν ὑμνογραφία τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου

ἀπὸ τὸ βιβλίο
Ἰωάν. Κ. Κορναράκη, καθηγ. Παν.:
«Ὁ Ἰούδας ὡς ὁμαδικὸς ἐνοχικὸς ἀρχέτυπος»,
ἔκδ. Ἀφῶν Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, σ. 108-114,
σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση.

.         Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰούδα, ἡ πράξη τῆς προδοσίας καὶ ὁ τρόπος, κατὰ τὸν ὁποῖον ἔγινε αὐτή, ἀποτελοῦν θέμα πολλῶν τροπαρίων τῆς ὑμνογραφίας τῆς περιόδου τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου (Μ. Ἑβδομάδος), ποὺ ἀνήκει στὸ Τριώδιο. Μάλιστα ἡ περὶ τοῦ Ἰούδα ὑμνογραφικὴ θεματολογία εἶναι τόσο πλούσια, κατὰ τὴν περίοδο αὐτή, ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς εὔκολα ὅτι ὁ Ἰούδας ἀποτελεῖ, μετὰ τὸν πάσχοντα Ἰησοῦ, τὸν κατ’ ἐξοχὴν κεντρικὸ «ἥρωα» τῶν διαδραματιζομένων γεγονότων. Ἡ συχνότητα αὐτὴ τῆς ὑμνογραφικῆς ἐξάρσεως καὶ προβολῆς τοῦ προδότη μαθητῆ ἐξηγεῖται, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα εἴπαμε, ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ πράξη τῆς προδοσίας εἶναι ἴσως τὸ πλέον θεμελιακὸ στοιχεῖο στὴν ὅλη δομὴ τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ ὅτι οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ ἐν γένει πλήρωμά της, αἰσθάνονται βαθειὰ τὴν ἀνάγκη νὰ ὑπογραμμίσουν καὶ νὰ στηλιτεύσουν, ἀκόμη καὶ διὰ τῆς ὑμνολογικῆς ὁδοῦ, τὸ πρόσωπο καὶ τὴν πράξη τοῦ Ἰούδα.
.         Ἡ ὑμνογραφικὴ περιγραφὴ καὶ ἀνάλυση τῆς πράξεως τῆς προδοσίας ταυτίζεται ἀσφαλῶς μὲ τὴ σκιαγράφηση τοῦ χαρακτήρα καὶ τῆς ψυχογραφίας τοῦ προδότη μαθητῆ. Ἐπειδὴ δὲ ἡ περιγραφὴ καὶ ἡ ἀνάλυση αὐτὴ πραγματοποιεῖται δυνάμει τῶν συγκινησιακῶν κυρίως (δηλ. συναισθηματικῶν) ἀντιδράσεων τῶν εὐσεβῶν ποιητῶν καὶ μελωδῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ἰδιάζοντα χαρακτήρα ἀλλὰ καὶ ἰδιάζουσα σημασία. Τὸ σύνολο τῶν ὑμνογραφικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ προσώπου τοῦ Ἰούδα ἐκφράζει τὴ θέση, ποὺ λαμβάνει ὁ εὐσεβὴς ἄνθρωπος ἔναντι τοῦ προδότη μαθητῆ καὶ τῆς πράξεώς του. Ἴσως δὲ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ συχνότητα τῆς ἀναφορᾶς τῶν ὑμνογράφων στὰ τοῦ Ἰούδα νὰ ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο νόημα. Τὸ νόημα τῆς ἐκ μέρους τοῦ ὑμνογράφου ἀσυνείδητης ἀντιδράσεως ἐναντίον ἀτομικῶν ἀρνητικῶν (ἐσωτερικῶν) θρησκευτικῶν ἐμπειριῶν. Ὡς θρησκευόμενο ἄτομο, ἀπορρίπτει τὴν πράξη τῆς προδοσίας καὶ πιθανῶς ὑμνογραφεῖ καὶ γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει ἐσωτερικὲς ἀσυνείδητες διαθέσεις, σχετιζόμενες μὲ τὴν πράξη αὐτή. Ἴσως μάλιστα ὁ συγκινησιακὸς παράγοντας τῆς δυναμικῆς ποιητικῆς ἐμπνεύσεως σὲ σχέση μὲ τὸ βάθος τῆς εὐσέβειας τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι, καὶ τὰ δύο, στοιχεῖα, ποὺ σὰν ἀδιάψευστα, μποροῦν νὰ θεμελιώσουν ἐπαρκῶς τὴν ἄποψη τῆς ὑποκειμενικῆς αὐτῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον τῶν πιὸ πάνω ἐμπειριῶν.
.         Ὁπωσδήποτε ὁ ὑμνογραφικὸς πλοῦτος, ποὺ ἀναφέρεται στὴν πράξη τοῦ Ἰούδα, κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ προβάλει τὴν ὑποκρισία τοῦ προδότη μαθητῆ. «Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης δόλιος ὤν, δολίῳ φιλήματι παρέδωκε τὸν Σωτῆρα Κύριον» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης). Ὁ Ἰούδας συμπεριφέρθηκε ὑποκριτικά, δηλ. χρησιμοποίησε προσωπεῖο. Ἡ ἀποκορύφωση δὲ τῆς ὑποκριτικῆς του συμπεριφορᾶς ὑπῆρξε τὸ φίλημα, ποὺ ἀποτέλεσε τὸ σημεῖο ἀναγνωρίσεως ἐκ μέρους ἐκείνων, ποὺ συνέλαβαν τὸν Ἰησοῦν, Ἰουδαίων. «Τὸ φίλημα γέμει δόλου, τὸ χαῖρε σου ἐν μαχαίρᾳ, πλάνε Ἰούδα· τῇ μὲν γλώσςῃ φθέγγῃ τὰ πρὸς ἕνωσιν, τῇ δὲ γνώμῃ νεύεις πρὸς διάστασιν προδοῦναι γὰρ τοῖς παρανόμοις τὸν Εὐεργέτην» (ἀπόδ. Μ. Τετάρτης). Ἔτσι τὸ φίλημα τοῦ Ἰούδα, ὡς πράξη ὑποκρισίας, τεκμηριώνει κατηγορηματικὰ τὰ ἀντίθετα χαρακτηριστικὰ τοῦ προσωπείου του. «Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος, ὁ μαθητὴς καὶ ἐπίβουλος, ὁ φίλος καὶ διάβολος, ἐκ τῶν ἔργων ἀπεφάνθη· ἠκολούθει γὰρ τῷ Διδασκάλῳ καὶ καθ’ ἑαυτὸν ἐμελέτησε τὴν προδοσίαν… ἀπέδωκεν ἀσπασμόν, παρέδωκεν τὸν Χριστὸν» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης). Ἐπίσης ὁ Ἰούδας «σχήματι μὲν ὢν μαθητής, πράγματι δὲ παρὼν φονευτής, τοῖς μὲν Ἰουδαίοις συναγαλλόμενος, τοῖς δὲ ἀποστόλοις συναυλιζόμενος, μισῶν ἐφίλει, φιλῶν ἐπώλει τὸν ἐξαγοράσαντα ἠμᾶς τῆς κατάρας…» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης). Ἡ διάσταση αὐτὴ μεταξὺ ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς καὶ προθέσεων δὲν προδίδει ἁπλῶς, ὅτι ὁ Ἰούδας ὑποδύεται ἐν προκειμένῳ ἕνα ρόλο, τὸ ρόλο τοῦ μαθητῆ. Κυρίως ὑπογραμμίζει, ὅτι ποκρισία ταν γι τν ούδα τ κεντρικ παρξιακ πρόβλημα τς ζως του. Ἡ πρόθεση καὶ προαίρεσή του δὲν ἦταν νὰ ἐπιτύχει ἕνα ἐπὶ μέρους σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλὰ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. «Φιλεῖς καὶ πωλεῖς Ἰούδα, ἀσπάζῃ καὶ ὀκλάζεις δόλῳ προστρέχων τίς μισῶν ἀσπάζεται τρισάθλιε τὸ φίλημα τῆς ἀναιδοῦς σου κακοβουλίας ἐλέγχει τὴν προαίρεσιν» (ἀπόδ. Μ. Τετάρτης).
.         Ἔτσι δὲν πρόκειται, στὴν περίπτωση τοῦ Ἰούδα, γιὰ ὀλίσθημα ποὺ ὀφείλονταν ἁπλῶς σὲ λόγους ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ἡ πράξη τοῦ Ἰούδα δὲν συντελεῖται ἐξ ὑφαρπαγῆς (δηλ. χωρὶς νὰ τὸ θέλει). Δὲν ἀποτελεῖ ἐκδήλωση τοῦ εὐπαθοῦς χαρακτήρα τοῦ ἀνθρωπίνου ἤθους. Εἶναι σύλληψη τοῦ δολίου πνεύματός του, ποὺ κυοφορεῖται ἀπὸ καιρό, δηλ. ἕως ὅτου γίνει δυνατὴ ἡ ἔμπρακτη ἔκφρασή της. Ἀλλ’ ἔτσι ὁ Ἰούδας «παραποιεῖται θεοσέβειαν καὶ ἀλλοτριοῦται τοῦ χαρίσματος… ἐν ἤθει φιλικῷ δόλον ὑποκρύπτει» (Ἑσπ. Μ. Πέμπτης). Ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα προβάλλει λοιπόν, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, τὶς ἀντιφατικὲς ψυχικὲς κινήσεις τοῦ προδότη. Αὐτὸς βιώνει ἐσωτερικὴ διάστασιν, ἐφ’ ὅσον οἱ προθέσεις του ἀντιφάσκουν πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορά. Ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαστάσεως αὐτῆς εἶναι ἀκριβῶς παραποίηση τῆς εὐσέβειας. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ποὺ προβάλλεται καὶ διὰ πολλῶν ἄλλων ποιητικῶν στοιχείων καὶ φράσεων, ἐπικυρώνει ἐν τέλει τὴν ἄποψη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα εἶναι τὸ πλαίσιο μίας ἰσχυρῆς ἐσωτερικῆς συγκρούσεως. Βεβαίως ὁ ὑμνογράφος δίνει ἔμφαση στὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας καὶ ἁπλουστεύει σημαντικὰ τὸ εἶδος καὶ τὴν ἔκταση τῆς συγκρούσεως αὐτῆς. Ἐν τούτοις ὅμως τὸ διάγραμμα τῆς ὑποκρισίας, ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ κατασκευάσει μὲ τὴν βοήθεια τῶν ὑμνογραφικῶν χαρακτηρισμῶν τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ προδότη μαθητῆ, περικλείει μέσα του τὴν φιλαργυρία ἁπλῶς ὡς ἕνα ἐπὶ μέρους ἐκφραστικὸ στοιχεῖο τοῦ ὅλου ἀστερισμοῦ τῆς ἰσχυρῆς ἐσωτερικῆς του συγκρούσεως. Ἡ ὑποκρισία τοῦ Ἰούδα, κατὰ τὴν ὑμνογραφία τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, εἶναι σωτερικ διάσταση κα ντινομία, πο ποκαλύπτει τ γενικ διάγραμμα μίας σχυρς παρξιακς συγκρούσεως. Τν τελευταία ατ ποψη στηρίζουν παρκς κα τ παρακάτω χαρακτηριστικ το προσώπου κα τς συμπεριφορς το ούδα.
.         Ἔτσι ὁ Ἰούδας ἐκφράζει καὶ συνοψίζει ὁλόκληρο τὸ ἔργο τῆς προδοσίας στὴν ἐπιθετική του «στάσιν» καὶ ἐνέργεια ἐναντίον τοῦ Διδασκάλου. Ὁ Ἰούδας μὲ ὅλες τὶς ἐνέργειές του εἶναι ἐπιθετικός. Ἡ ὑμνογραφικὴ ἔμπνευση καὶ διαίσθηση δὲν παραλείπει νὰ τονίσει καὶ νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ἔνταση τῆς ἐπιθετικῆς διαθέσεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Ἰούδα ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ. «(Ὁ Ἰούδας) ἐσκέπτετο δόλῳ τῆς προδοσίας τὸ φίλημα… καὶ οὗτος τῷ θυμῷ ἐδεσμεῖτο, φέρων ἀντὶ μύρου τὴν δυσώδη κακίαν» (Ὄρθρ. Μ. Τετάρτης). Ὁ θυμός, ὡς πολὺ ἰσχυρὸ πάθος, δεσμεύει ἐσωτερικὰ τὸν Ἰούδα. Ἀλλ’ ὁ θυμὸς ἀποτελεῖ βεβαίως τὴν πρώτη ὕλη κάθε ἐπιθετικῆς ἐνέργειας. Οἱ ἐχθρικὲς καὶ ἄλλες παρεμφερεῖς ἐκδηλώσεις καὶ κινήσεις ἔχουν τὶς ἀφετηρίες τους στὶς ἁψιθυμικὲς συγκινησιακὲς καταστάσεις, ποὺ γεννᾶ ὁ θυμὸς καὶ συντηρεῖ. Ὑπὸ τὸν ὄρον αὐτὸν ὁ Ἰούδας ἔχει διεγερμένη τὴν ἐσωτερικότητά του πρὸς ἐπιθετικὲς ἐνέργειες καὶ ἄρα φιλοξενεῖ μέσα του «σκληρὰν καρδίαν». «Ἄφρον Ἰούδα… οὐκ ἐκάμφθης πρὸς συμπάθειαν, ἀλλ’ ἔκλεισας τὰ τῆς σκληρᾶς σου καρδίας σπλάγχνα, προδοὺς τὸν μόνον εὔσπλαγχνον» (Ἀπόδ. Μ. Τετάρτης).

.         Προφανῶς ἡ ἔντονη ὑποκειμενικὴ ἀντίδραση τοῦ ὑμνογράφου στὴν συμπεριφορὰ τοῦ Ἰούδα, ἐπιτρέπει σ’ αὐτὸν περισσότερη παραστατικὴ περιγραφὴ τῆς προδοτικῆς του ἐνέργειας. Ἔτσι, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «ἡ γὰρ λύσσα τῆς φιλαργυρίας κατὰ τοῦ ἰδίου Δέσποτου μαίνεσθαι ἐποίησεν αὐτὸν» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης). Ὁ ὑμνογράφος στὴν ἀδυναμία τῆς φιλαργυρίας βλέπει τὴν δύναμη μιᾶς ἐπιθετικῆς μανίας, ποὺ ἄλλωστε καὶ ὁ παντογνώστης Κύριος νωρὶς διακρίβωσε. Γι’ αὐτό, ὅταν βεβαιώνει τοὺς μαθητές Του, ὅτι εἶναι καθαροί, ἑξαιρεῖ τὸν προδότη μαθητή, λέγοντας, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «καθαροὶ ὦ μαθηταὶ ὑμεῖς δέ, ἀλλ’ οὐχὶ πάντες· ροπῇ γὰρ ἀτάκτως ἐξ ὑμῶν ἑνὸς μαίνεται» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης). Ὁ πρὸς τὸ πάθος διὰ τῆς προδοσίας τοῦ μαθητῆ βαδίζων Ἰησοῦς βλέπει μέσα του μαινόμενη ροπή, ποὺ ἀσφαλῶς προέρχεται ἀπὸ τὸ ταραγμένο καὶ συγκεχυμένο βάθος τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἰούδα. Ἡ ἔνταση, ποὺ προσδίδεται στὴν προδοτικὴ διάθεση καὶ προαίρεσή του, ὑπογραμμίζει πάντοτε τὴ διασπασμένη ἐσωτερικότητά του. Ἐκτὸς δὲ ἀπὸ αὐτὸ ἡ τεταμένη αὐτὴ διάσταση ἀποκαλύπτει καὶ τὴν ἀνικανότητα πλέον τοῦ Ἰούδα νὰ ἐλέγξει τὸν ἑαυτό του καὶ ἔτσι νὰ περιορίσει τὸ πάθος καὶ τὴν ἔνταση τῆς ἐπιθετικῆς συμπεριφορᾶς τοῦ κατὰ τοῦ Διδασκάλου. Ὁ ὑμνογραφικὸς ὀφθαλμός, καθὼς διεισδύει στὸ ταραγμένο καὶ «δόλιον» βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ «ἐπίβουλου μαθητοῦ», ὁρᾶ τὸ δηλητήριο τῆς «ἀναιδοῦς του κακοβουλίας» καὶ ἀποφαίνεται μέ, ἱερὴ ἀγανάκτηση. «Γέννημα ἐχιδνῶν ἀληθῶς ὁ Ἰούδας» (Ἐσπ. Μ. Πέμπτης). Ἡ ἔντονη αὐτὴ ὑμνογραφικὴ παρατήρηση ἐκφράζει τὴν ἀποκορύφωση τῆς ὑποκειμενικῆς, ἐκ μέρους τοῦ ὑμνογράφου, βιώσεως τῆς προδοτικῆς ἐνέργειας τοῦ Ἰούδα. Ἀλλ’ ἀκριβῶς ἡ συγκινησιακὴ ἀπήχηση στὴν καρδιὰ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευομένου ἀτόμου τῆς πράξεως τοῦ προδότη μαθητῆ εἶναι πολλὲς φορὲς πολὺ ἰσχυρὴ καὶ συγκλονιστική. Ἐφ’ ὅσον δὲ αὐτὸ συμβαίνει πράγματι, ὅπως στὴν περίπτωση αὐτὴ τῆς ὑμνογραφικῆς προβολῆς τῆς πράξεως τῆς προδοσίας, ὁ ψυχικὸς κόσμος αὐτοῦ τοῦ ἀτόμου ἀποδεικνύεται δέκτης ποὺ ἀντιδρᾶ στὶς προβολὲς τῆς ἰσχυρῆς συγκρούσεως, ἡ ὁποία ἐν τέλει δονεῖ καὶ συνταράσσει τὴν ἐσωτερικότητα τοῦ προδότη μαθητῆ.
.         Ἀλλ’ ἡ ἐπιθετικότητα τοῦ Ἰούδα, ὅπως περιγράφεται, ὑπογραμμίζει ζωηρὰ τὴν ἀγνώμονα συμπεριφορὰ κατὰ τοῦ Διδασκάλου καὶ Εὐεργέτου. Κοντὰ στὸν Ἰησοῦ βρῆκε ὁ Ἰούδας ἀνεξάντλητη πηγὴ αἰσθημάτων στοργῆς καὶ ἀγάπης, ἀλλ’ ἐπίσης ἔτυχε τῆς ὑψίστης τιμῆς νὰ ἐνταχθεῖ στὸν μοναδικὸ κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Ἡ τιμὴ αὐτὴ ἦταν ἐπιθυμία καὶ πόθος καὶ τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἐν τούτοις δὲν τὴν γεύτηκαν, ὅπως ἀκριβῶς ὃ Ἰούδας. Ἐξ ἄλλου δὲ ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἐπρόκειτο νὰ θυσιασθεῖ χάριν καὶ τῆς σωτηρίας τοῦ Ἰούδα. Αὐτὸς ὅμως φάνηκε «ἀγνώμων μαθητής», «ἀθετήσας» τὸν Χριστό, «τὴν σπεῖραν ὅλην τῶν ἀνόμων λαβῶν» (Ἀπόδ. Μ. Τρίτης). «Ὢ πόσων ἀγαθῶν ἀμνήμων ἐγένου» Ἰούδα; Ἐπὶ πλέον ὁ Διδάσκαλος ἔνιψε τὰ πόδια ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν μαθητῶν. Ὁ Ἰούδας ἦταν καὶ ἐκεῖνος ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «ὁ τοὺς πόδας ὑφαπλώσας ἐπὶ τὸ νίψαι», «ηὐτρέπισε (τούτους) πρὸς προδοσίαν» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης). Ἡ προδοτικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ ἀποδεικνύει τὸν Ἰούδα «ἀγνώμονα» καὶ «πονηρὸν ζηλότυπον». Γιὰ τὸν ὑμνωδοῦντα πιστὸ εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἀγνωμοσύνη αὐτὴ τοῦ προδότη μαθητῆ. Γιατί αὐτὸς βίωσε τόσο διαμετρικὰ ἀντίθετες πρὸς τὴν ἀγνωμοσύνη του ἀγαθὲς ἐμπειρίες, κατὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Διδάσκαλο, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν δικαιολογήσει. Ὡς μόνη ἐξήγηση καὶ ἑρμηνεία ἀπομένει ἡ ἰσχυρὴ ἐσωτερικὴ σύγκρουση καὶ διάσπαση. Μάλιστα ἡ ἀγνωμοσύνη τοῦ Ἰούδα, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, ἀποδεικνύει τόσο μεγάλη ἔνταση ἐσωτερικῆς διαταραχῆς, ποὺ μόνον ὡς ἀφροσύνη εἶναι δυνατὸν νὰ χαρακτηρισθεῖ.
.         Πράγματι! Ὁ Ἰούδας μὲ τὴν ἀγνώμονα συμπεριφορά του ἀπεδείχθηκε «ἐσκοτισμένος», «ἀσυνείδητος», «ἄφρων ἀνὴρ» καὶ «παράνομος», ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ἡ πράξη τῆς προδοσίας ἀποκαλύπτει, ὅτι ὁ Ἰούδας «νυσταγμῶ διαβολικῶ συσχεθεῖς», «ὑπνωσεν εἰς θάνατον» (Μ. Πέμπτη, ἀκολ. νιπτῆρος). Οἱ πνευματικὲς λειτουργίες τῆς προσωπικότητος τοῦ προδότη μαθητῆ εἶχαν ἤδη συληθεῖ ἀπὸ τὸ διάβολο, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, καὶ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ συγκινηθεῖ καὶ νὰ ἀλλάξει φρόνημα καὶ στάση ἔναντί του Διδασκάλου. Ἐνῶ ἔγινε μάρτυρας πολλῶν θαυμαστῶν γεγονότων μέχρι τῆς ὥρας τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου στὸ ὑπερῶο, ἐν τούτοις «ἀδιόρθωτος ἔμεινεν, ὁ Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης). «Οὗτος ἀσύνετος ὤν, οὐ μὴ συνήσει» (Ὄρθρ. Μ. Πέμπτης), διότι «οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι» (Ἑσπ. Μ. Πέμπτης). Ἡ διαταραχὴ τῶν πνευματικῶν του λειτουργιῶν καὶ δυνάμεων προκάλεσε ἀνάλογη βλάβη στὶς διανοητικὲς καὶ βουλητικές του λειτουργίες καὶ ἔτσι ἔγινε αὐτὸς «ἄφρων». Ἡ παραδοχὴ δέ, ἐκ μέρους τοῦ εὐσεβοῦς ὑμνογράφου, τοῦ γενικοῦ αὐτοῦ χαρακτηριστικοῦ τῆς προσωπικότητος τοῦ Ἰούδα, συνηγορεῖ ἀποφασιστικὰ ὑπὲρ τῆς ἰδέας, ὅτι ὁ προδότης μαθητὴς βίωνε ἰσχυρὴ ἐσωτερικὴ σύγκρουση. Ὁ Ἰούδας δὲν ἦταν θύμα ἁπλῶς μιᾶς ἀδυναμίας τοῦ ἑαυτοῦ του, λόγου χάρη τῆς φιλαργυρίας, ἀλλὰ ὁλόκληρου τοῦ ἑαυτοῦ του. «φροσύνη» προδίδει πάντοτε καθολικ διαταραχ τν ψυχοδιανοητικν δυνάμεων κα λειτουργιν το φορέα της.
.         Τέλος, τὸ γεγονὸς ἄξιον ἰδιαίτερης προσοχῆς εἶναι, ὅτι ὁ ὑμνογράφος ἢ οἱ ὑμνογράφοι τῶν ὕμνων καὶ τροπαρίων τῆς μεγάλης Ἑβδομάδος, δὲν παραλείπουν νὰ ὑποβάλλουν στὸν Χριστὸν τὴν ἱκεσία νὰ παραμείνει ὁ εὐσεβὴς λαός Του μακρυὰ ἀπὸ τὴν «κατάκριση» ἢ τὴν «μερίδα» τοῦ προδότη μαθητῆ. Ὁ πιστὸς ἀκόλουθος τοῦ πάσχοντος ἀλλὰ καὶ θριαμβεύοντος Χριστοῦ ὀφείλει νὰ γνωρίζει τὴν καταδικασμένη συμπεριφορὰ τοῦ Ἰούδα ἀλλ’ ἐπίσης μακρυὰ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν ψυχοπνευματικὴ «στάση» τῆς προδοσίας. Οἱ σχέσεις μὲ τὸν Θεάνθρωπο λυτρωτὴ πρέπει νὰ εἶναι αὐθεντικὲς καὶ γνήσιες, χωρὶς ὑποκρισία ἢ δόλο. Γι’ αὐτὸ ὁ ὑμνογράφος, σὲ πολλοὺς ὕμνους, ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ἰούδα, ἀπολήγει εἰς τὴν ἱκεσία «τῆς κατακρίσεως τούτου ρῦσαι, Κύριε, τὰς ψυχὰς ἠμῶν» (κάθισμα ὄρθρ. Μ. Τρίτης) ἢ «τῆς αὐτοῦ ἡμᾶς λύτρωσαι μερίδος, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρούμενος» (στὸ ἴδιο κάθισμα). Ἢ ἀπευθυνόμενος ὁ ὑμνογράφος στοὺς εὐσεβεῖς συναθλητὲς προτρέπει· «καὶ μὴ ταῖς μερίμναις τοῦ βίου συμπνιγῶμεν ὡς ὁ Ἰούδας» (Ἑσπ. Μ. Πέμπτης).
.         Οἱ ἱκεσίες ἢ προτροπὲς αὐτὲς ἔχουν ἐξαιρετικὰ ἰδιαίτερη σημασία, δεδομένου ὅτι προβάλλουν τὸν ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ἐπαπειλούμενο κίνδυνο τῆς προδοσίας στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ ὑμνογράφος ἀντιλαμβάνεται καλά, ὅτι τ πνεμα τς γρηγόρσεως κα τς νήψεως πιβάλλει σ ατν ν μετατρέπει τν πειλ ατ σ κεσία. Ἔτσι αὐτὸς συνειδητοποιεῖ τὴ βαθειὰ καὶ ἐσωτερικὴ σχέση τῆς θρησκευόμενης ψυχῆς μὲ ὅλο τὸ γεγονὸς τῆς προδοσίας τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν Ἰούδα. Καὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς Μ. Ἑβδομάδος γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι ἡ προδοσία αὐτὴ δὲν συντελέσθηκε μία φορὰ καὶ μόνον, τώρα δὲ ἱστορεῖται μὲ τοὺς ὕμνους. προδοσία εναι πάντοτε κοίμητη πειλ ναντίον το θρησκευόμενου νθρώπου. Γι ατ κάθε θρησκευόμενος νθρωπος φείλει ν παραμένει νύσταχτος νώπιόν της συγχώρητης ατς μαρτίας, ἡ ὁποία ἀποξενώνει ὁριστικὰ καὶ τελεσίδικα τὸν προδότη ἀπὸ τὸν Κύριο. Στὸ συμπέρασμα τοῦτο εἶναι ἀσφαλῶς συμπυκνωμένο ὅλο τὸ νόημα τῆς ὑμνογραφίας τῆς Μ. Ἑβδομάδας, ποὺ ἀναφέρεται στὴν πράξη τοῦ προδότη μαθητῆ.

ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ.: pemptousia.gr

, ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε