Ὁ ἀκτήμων γέρων Φιλάρετος Καρουλιώτης [Γ´]
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ»
Ἅγιον Ὄρος 2011, σελ. 54 – 63.
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
Α´ μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/22/ὁ-ἀκτήμων-γέρων-φιλάρετος-καρουλιώτ/
Β´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/23/ὁ-ἀκτήμων-γέρων-φιλάρετος-καρουλιώτ-2/
. Εἶχε καί ἕνα κύπελλο καί ἔλεγε ὅτι μ’ αὐτό κάνει τρεῖς δουλειές. Πίνει νερό, τό χρησιμοποιεῖ γιά κουτάλα, ὅταν μαγειρεύη, καί γιά μιστρί ὅταν κτίζη. Ἦταν ἀκτήμων, πάμπτωχος, ρακενδύτης καί ἀνυπόδητος. Ἀλλά ἀπό τήν μεγάλη του ἀγάπη θυσίαζε τήν ἡσυχία του καί γύριζε στά γειτονικά κελλιά γιά νά μαζεύη ἐλεημοσύνη ὅ,τι τοῦ ἔδιναν. Ὕστερα πήγαινε στά ἀνήμπορα γεροντάκια καί τά μοίραζε.
. Ἐργόχειρο δέν ἔκανε. Ἀσχολεῖτο μέ τή νοερά προσευχή. Κομποσχοίνι δέν κρατοῦσε ἀλλά ἔλεγε τήν εὐχή κάνοντας μέ τό δάκτυλό του τήν κίνηση σάν νά κρατοῦσε κομποσχοίνι. Ὅλες τίς Ἀκολουθίες τίς ἔκανε λέγοντας τήν εὐχή καί τό μοναδικό βιβλίο πού εἶχε ἦταν ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Αὐτόν εἶχε μυσταγωγό καί δάσκαλό του.
. Γιά περισσότερη ἡσυχία κατέφευγε κατά καιρούς σέ σχισμές βράχων καί προσευχόταν ἐπί ὧρες καί ἡμέρες. Τόν πολεμοῦσαν δαίμονες πού ἐμφανίζονταν μπροστά του καί αὐτός τούς ἔδιωχνε μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἀπαγγέλλοντας τό «Ἀναστήτω ὁ Θεός καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ…». Ἄλλες φορές τοῦ ἔρριχναν πέτρες στήν λαμαρινένια σκεπή του καί ἔκαναν θόρυβο μεγάλο, χωρίς νά παθαίνη τίποτε ἡ σκεπή.
. Εἶχε μεγάλη ἁπλότητα καί τελεία ξενητεία. Δέν ἤξερε ἄν ὑπάρχουν ἄνθρωποι στόν κόσμο. Δέν ρωτοῦσε, δέν γνώριζε ἀνθρώπους παρά μόνο μοναχούς. Πίστευε ὅτι μόνο αὐτός καί ὁ Θεός ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἔκανε μεγάλες νηστεῖες. Ἔτρωγε συνήθως φραγκόσυκα καί παξιμάδι. Ἔβραζε ἀγριοσέλινα καί τά ἔτρωγε γιά μία ἑβδομάδα. Ὅταν πήγαινε ὁ Πνευματικός νά τόν κοινωνήση, ἔφευγε γρήγορα, γιατί δέν ὑπέφερε τήν δυσωδία πού ἀνέδιδαν τά χαλασμένα χόρτα τά ὁποῖα ἔτρωγε ὁ γερω-Φιλάρετος. Συμβούλευε καί τόν γερω-Γεδεών, πού ἦταν τότε νέος μοναχός: «Θά τρῶς τέτοια χόρτα, παιδί μου, καί στό τέλος θά τρῶς λίγο παξιμάδι καί θά ζῆς».
. Καί ἐνῶ ζοῦσε τόσο ἀσκητικά γιά μία περίοδο ὁ γερω-Φιλάρετος δέν κοινωνοῦσε. Εἶχε ἐξομολογηθῆ στόν Πνευματικό ὅτι τήν παραμονή ἔφαγε ροφό καί ὁ Πνευματικός δέν τόν ἄφηνε νά κοινωνήση. Ἕνας διακριτικός Γέροντας κατάλαβε ὅτι κάτι συμβαίνει καί ρωτώντας τόν γερω-Φιλάρετο βρῆκε τήν ἄκρη. Ροφό ὁ γερω-Φιλάρετος ἔλεγε τό σκουληκιασμένο παξιμάδι. Δέν ἤξερε ὅτι ὁ ροφός εἶναι ψάρι. Ἔτσι φαίνεται τό ἄκουσε ἀπό κάποιον γιά ἀστεῖο, αὐτός τό πίστεψε καί ἔλεγε ὅτι τρώει ροφό.
. Εἶχε τέτοια εὐαισθησία καί ἔκανε τόσο καθαρή ἐξομολόγηση μέ βαθειά μετάνοια, ὥστε μετά ἀπό χρόνια θυμήθηκε καί ἐξωμολογήθηκε ὅτι, ὅταν ἦταν κηπουρός στήν Σταυρονικήτα, ἔκοβε μικρά τά κολοκυθάκια καί δέν τ’ ἄφηνε νά μεγαλώσουν. Καί αὐτό τό θεωροῦσε ἀδικία καί ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα.