«ΠΙΣΤΙΣ [ἐμπιστοσύνη] ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ. Ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι» (Νικηφ. Θεοτόκη) [Γ´]

Ἀπὸ τὸ δυσεύρετο βιβλίο
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ
«ΛΟΓΟΙ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΝ»
(Λειψία 1766)

Ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»,
Ἀθῆναι 1968, σελ.  25 ἑπ.

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ [Γ´]
(Α´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν)

Α´ : https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/04/περὶ-πιστεως-θεοτόκη-1/

Β´ : https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/03/04/περὶ-πίστεως-θεοτόκη-2/

Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

.        Βλέπετε, πῶς ἡ πίστις ὅταν ἐξετάζετε, φεύγει; Μὴ ἐξέτασις λοιπὸν εἰς τὴν πίστιν, ὦ χριστιανοί. «Πιστεύετε καθὼς παρελάβετε, τὰς δὲ μωράς, καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις», σᾶς παραγγέλλει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, νὰ τὲς ἀφήσετε. Ἐξετάζετε, ναί, ἄν εἶστε γεωμέτραι τὰ τετράγωνα, καὶ τὰ τρίγωνα, τοὺς κυλίνδρους, καὶ τὰς σφαίρας, ὅλας τὰς ἐπιφανείας, καὶ ὅλα τὰ στερεά. Καὶ τὴν πίστιν μὴν ἐξετάζετε. Ἐπειδὴ δὲν δέχεται γεωμετρικὴν ἀππόδειξιν· διὰ τὸ νὰ μὴν εἶναι οὐδὲ τρίγωνον, οὐδὲ τετράγωνον, ιοὐδὲ ἐπιφάνεια, οὐδὲ στερεόν. Ἄν εἶστε μηχανικοί, ἐξετάζετε τὰ ζύγια, τοὺς μοχλούς, τοὺς τροχούς, τοὺς ἐν περιτροχείῳ ἄξονας· ἄν εἶστε ὀπτικοί, ἐξετάζετε τὸ ὄμμα, καὶ τὸ φῶς, καὶ τὰ κάτοπτρα· τὸν ἀέρα, καὶ τὸ φῶς. Κάθε γήϊνον σῶμα ἐξετάζετε, ἄν εἶστε φυσικοί. Κάθε οὐράνιον, ἄν εἶστε ἀστρονόμοι. Καὶ εἰς τὴν πίστιν μὴ ἐξέτασες. Διατὶ ἡ πίστις δὲν εἶναι κανένα τοιοῦτον. Ὅθεν εἰς ἀπόδειξιν δὲν ὑποπίπτει. Ζητεῖτε τοὺς λόγους ἀκριβῶς, εἰς κάθε φυσικόν, καὶ τεχνικὸν πρᾶγμα. Διατὶ ἄν τοὺς καταλάβετε, πολὺ εἶναι τὸ κέρδος σας· γίνεσθε φιλόσοφοι, κατασταίνεσθε ἐπιστήμονες· μὰ ἄν δὲν τοὺς καταλάβετε· τίποτε ἄλλο δὲν χάνετε, παρὰ νὰ ἀπομείνετε ἀμαθεῖς. Μὰ εἰς τὰ πράγματα τῆς πίστεως, μὴ ζητεῖτε λόγους. Ἡ πίστις εἶναι πίστις, δὲν ἔχει ἀπόδειξιν· νὰ τὴν καταλάβετε δὲν ἠμπορεῖτε καὶ ἄν σφάλλετε, θάνατος εἶναι ἡ ζημία, καὶ θάνατος τῆς ψυχῆς. «Ὁ γὰρ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».
.          Μὰ ἐδῶ τὸ ἐγνωρίζω, μὲ μεγάλην ἔνστασιν, ἠμπορεῖ κάθε ἕνας νὰ μοῦ ἐναντιωθῇ. Καὶ ἄν δὲν ἐξετάζωμεν τοὺς λόγους τῆς πίστεως, καὶ ἂν δὲν γυμναζώμεθα εἰς τὴν σχολαστικὴν θεολογίαν, πῶς ἠμποροῦμεν νὰ ἀντιστεκόμεσθεν εἰς τῆς πίστεως τοὺς ἐχθρούς; Βεβαιώνετε τὴν ἔνστασιν. Πῶς ἤθελαν ἠμπορέσει οἰ θεοφόροι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀντιπαλεύσουν τοὺς θεοκαπήλους αἱρεσιάρχας, ἀνίσως δὲν ἤξευραν τοὺς λόγους τῆς πίστεως; Καὶ τί ὠφέλειαν προξενεῖ, εἰπέτε μου, ἡ διὰ λόγου ἔνστασις εἰς τοὺς ἐχθρούς; Διὰ νὰ τοὺς πείσῃ; Εὕρετέ μου, ἄν εἶστε καλοί, ἕνα παράδειγμα· δείξετέ μου,πῶς νὰ ἐπείσθη ποτὲ ἕνας ἄπιστος,ἤ νὰ ἐνικήθη ἕνας αἱρετικὸς μὲ τὰ ἐπιχειρήματα,καὶ θέλω πληροφορηθῆ. Μὰ δὲν εὑρίσκετε, ὄχι, διατὶ «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος». Εἶναι ἕτοιμα εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ἀπατηλὰ σοφίσματα· οἱ διαίρεσες τῆς μείζονος, ἤ τῆς ἐλάττονος. Εἶναι ἕτοιμος ὁ κύκλος τοῦ ἐπιχειρήματος· οἱ παρεξήγησες τῆς Γραφῆς. Κι ἄν ἔτσι εἶναι, τί ἄλλο προξενεῖ ἡ ἐναντίωσις, παρὰ μάχην, διχόνοιαν, φιλονεικίαν καὶ μάταιον ἀπεραντολογίαν; Οἱ θεοφόροι ἐκεῖνοι, ὅσοι εἰς τοὺς ἐχθροὺς ἐναντιώνοντο, τὸ ἔκαναν βιασμένοι ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ ἔκαναν, ἐξετασμένην ἔχοντες τὴν πίστιν, ὄχι μὲ τὸν δεύτερον τρόπον ἀλλὰ μὲ τὸν πρῶτον. Ἐγυμνάζοντο οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι εἰς τὴν ἀκριβεστάτην ἐξέτασιν τῶν λογων· ἀλλὰ εἰς τὴν πληρεστάτην εἴδησιν τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Καὶ ἄν θεωρήσετε τοὺς λογους τοῦ μεγάλου ἐκείνου φωστῆρος Ναζιανζηνοῦ, θέλετε εὕρει νὰ ὀνομάζῃ τοὺς τέτοιους ἐξαταστάς, λογολέσχας· ἀσυνέτους, ἀκρατήτους, γλωσσάλγους. Μὲ ὅλον τοῦτο, ἄς εἶναι. Ἦτον γυμνασμένοι, καθως θέλετε, καὶ ἐπιχειρίζοντο, καθὼς ἀρέσκεσθε. Μὰ τί ἐκατόρθωσαν; Τί ἐκατόρθωσαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀθανασίου, καὶ τί ἐκεῖνα τοῦ Εὐσταθίου, καὶ ἄλλων σοφῶν, εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ πρώτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; Τίποτες. Μάλιστα ἄν δώσωμεν πίστιν εἰς τοὺς ἱστορικούς, μᾶς ἱστοροῦν αὐτοί, πὼς ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἕνας γηραλέος ὁμολογητής, ἕνας, ὁ ὁποῖος ὅμοια μὲ τὸν Ἀπόστολον, τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ ἐβάσταζεν· ἐπειδὴ εἶχε μαρτυρήσει, καὶ πληγωθεῖ ὁ τρισόλβιος, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· αὐτὸς ἀκούοντας νὰ διαλέγωνται, τοὺς ἐφώναξε παρρησίᾳ ἐκεῖ: πατέρες, θεῖοι πατέρες, μὴ συλλογισμούς, μὴ ἐνθυμήματα, μὴ σωρίτην, μὴ ἐπαγωγάς, μὴ διλήμματα. Πατέρες, μὲ τὰ ἐπιχειρήματα τῆς λογικῆς τέχνης ἀγωνίζεσθε νὰ φέρετε εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν τοὺς αἱρετικούς. Δὲν εἶναι ἐτοῦτος ὁ τρόπος. Δὲν μᾶς ἐδίδαξαν οἱ Ἀπόστολοι τὴν πίστιν μὲ τὰ ἐπιχειρήματα· ἀλλὰ κάνοντες τὴν ἔκθεσιν τῆς πίστεως, μᾶς ἔπειθαν νὰ πιστεύωμεν. Ὅθεν ἔτσι κάμετε καὶ ἐσεῖς· καὶ ἔτσι ἔκαμαν εἰς τὸ καθεξῆς. Σηκώνεται εὐθύς, μετὰ τὴν ὁμιλίαν ἐκείνου τοῦ γέροντος, ὁ ἄκακος, καὶ ἁπλοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤξευρε νὰ ἐπιχειρίζεται, μήτε ἐγυμνάσθη νὰ διαλέγεται· ἐκεῖνος εἰς τὸ μέσον τόσων σοφῶν στέκει, ὁ ἱεράρχης Σπυρίδων, ὁ θαυματουργός· ἐκεῖνος ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τῆς Συνόδου, καὶ ἐκείνου ἐστάθη τὸ κατόρθωμα. Αὐτὸς μὲ τὴν ἁπλουστάτην ἔκθεσιν τῆς πίστεως, πρῶτον ὡσὰν ὁ Πέτρος, καὶ ὁ Ἀνδρέας, οἱ ἀλιεῖς, ἔπεισε τὴν καρδίαν ἐκείνου τοῦ φιλοσόφου ὁποὺ ἐκαυχᾶτο εἰς τὰ ἐπιχειρήματα, καὶ ἔπειτα μὲ τὸ θαῦμα τὸν ἐστερέωσεν εἰς τὴν πίστιν τὴν ἀληθινήν. Τίποτες δὲν ἐκατόρθωσαν οἱ σοφοὶ μὲ τὰ ἐπιχειρήματα. Τὸ ὅλον τὸ ἐκατόρθωσεν ὁ ἁπλοῦς Σπυρίδων, μὲ τὴν ἔκθεσιν τὴν ἁπλῆν. Ἔτσι ἠθέλησε, καὶ ἔτσι ἐδιόρισεν ὁ Θεός. Καὶ ἐτοῦτο εἶναι ἡ δόξα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴν πιστεύουσιν οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ἀπὸ τὴν δύναμιν τῶν ἐπιχειρημάτων· ἀλλὰ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὴν πίστιν, ἀπὸ τὴν χάριν, καὶ ἀλήθειαν τοῦ κηρύγματος πληροφορούμενοι. Ὅθεν δὲν ἐπείσθη ποτὲ κανένας ἐξετάζοντας, καὶ πολυπραγμονώντας τὴν πίστιν.

.           Ἠξεύρω ἐγὼ νὰ σᾶς εἰπῶ, καὶ μὲ ἀλήθειαν σ[aς τό λέγω, πῶς ἀπό τὸν Ἄρειον ἔφυγεν ἡ ὀρθοδοξία· διατὶ ἤθελε νὰ ἐξετάζῃ τὴν αἰώνιον γέννησιν τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ σᾶς βεβαιώνω, πῶς ὁ Μακεδόνιος ἀρνήθη τὸ ἄκτιστον τοῦ πνεύματος· διατὶ νὰ ἐξετάζῃ ἤθελε, πῶς ἔχει τὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ὁ Σαβέλλιος ἀρνήθη τὴν Ἁγίαν Τριάδα· ὁ Νεστόριος, τὴν Θεοτόκον· οἱ Μονοφυσῖται, τὰς δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οἱ Θεοπασχῖται, τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος· οἱ εἰκονομάχοι, τὰς ἁγίας εἰκόνας. Καὶ οὕτω καθεξῆς ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἔχασαν τὴν ὀρθόδοξον πίστιν· διατὶ ἤθελαν νὰ λεπτολογοῦσι, καὶ νὰ πολυπραγμονοῦν τὴν πίστιν, καὶ τὰ τῆς πίστεως.
.         Καὶ ἀκόμη ἠμπορῶ νὰ σᾶς εἰπῶ, πὼς ὁ Ἀβραὰμ ἀπόμεινε στερεὸς εἰς τὴν πίστιν, ὄχι διὰ ἄλλην αἰτίαν, παρὰ διατὶ ποτὲ δὲν ἤθέλησεν, ὄχι μόνον νὰ μάθη τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ οὐδὲ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ ἀπετόλμησε ποτὲ νὰ ἐξετάσῃ. Ἔλαβεν ὁ Ἀβραὰμ πολλὲς φορὲς αἰτίαν νὰ ἐρευνήσῃ τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ἐξετάσῃ τὶς εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πατρίδα του, νὰ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του· νὰ ἀφήσῃ τὸν οἶκον τοῦ πατρός του, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν αὐτὸς τοῦ ἔδειχνεν, ἔλαβεν αἰτίαν τότε βέβαια νὰ ἐξετάσῃ καὶ τὸ διατὶ τὸν ἐπρόσταξε νὰ φύγῃ, καὶ τί ἔμελλε νὰ κάμῃ ὁλοτελῶς. Ἀλλὰ πιστεύει ἀνεξετάστως εἰς τὸν Θεόν. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ὅταν πάλιν τὸν ἐπρόσταξε νὰ δέσῃ τὸν ἠγαπημένον τοῦτ υἱόν , τὸν Ἰσαάκ, καὶ νὰ τὸν βάλῃ ἐπάνω εἰς τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαυτώσεως, καὶ νὰ τὸν σφάξῃ ὡσὰν νὰ ἦτον πρόβατον.Καὶ ἡ φύσις, καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ τὰ πατρικὰ σπλάγχνα τὸν ἐπαρακινοῦσαν βέβαια, καὶ νὰ ἐξετάξῃ, καὶ νὰ μάθῃ, διατὶ τὸν προστάζει ὁ Θεὸς νὰ κάμῃ ἕνα τοιοῦτον ἔργον φοβερόν. Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ· ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Ἀμὴ ὁπόταν ὑποκάτω εἰς τὴν δρῦν τὴν ἐν Μαμβρῇ, ἐφιλοξένησεν ἐκείνους τοὺς τρεῖς, τοὺς ὁποίους κατὰ πρῶτον ἐνόμισε πὼς ἦσαν ἄνθρωποι, ἔπειτα τοὺς ἐγνώρισε πὼς ἦτον ὁ Θεός; Δὲν ἔλαβε τότε αἰτίαν νὰ ἐρωτήσῃ ποία εἶναι ἡ φύσις τους; Διατὶ τοῦ φαίνονται ὡς ἄνθρωποι; Πῶς εἶναι τρεῖς, καὶ εἶναι ἕνας; Μὰ δὲν ἐξετάζει, ὄχι, ὁ Ἀβραὰμ, ἀλλὰ πιστεύει. «Καὶ ἐπίστευσεν Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ». Μὰ τί στοχάζεσθε; Ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἐξέταζε τὲς προσταγὲς τοῦ Θεοῦ· ἄν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε ἀποτολμήσῃ νὰ ἐξετάξῃ διὰ νὰ καταλάβῃ τί εἶναι ὁ Θεός, ἤθελε μείνῃ τάχα τόσον θερμὸς εἰς τὴν πίστιν; Ἐγὼ φοβοῦμαι, πὼς ἄν ἐξέταζεν, ἤθελε διστάσει· ἤθελεν ὀλιγοπιστήσει· δὲν ἤθελε μείνει βέβαια τόσον πιστός. Τὸ εἶπε φανερὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐκείνου τοῦ προφήτου, μὲ τὸν ὁποῖον συχνὰ ἐσυνομίλει πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καθὼς ὁ φίλος ὁμιλεῖ μὲ τὸν φίλον του. Τὸ εἶπε, λέγω καθαρὰ τοῦ Μωϋσῆ ὅταν ἠθέλησε καὶ αὐτὸς μίαν φορὰν νὰ ἰδῇ τὸν Θεόν. «Οὐ μὴ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου». Δὲν ἠμπορεῖς, ὄχι, τοῦ εἶπε, Μωϋσῆ νὰ μὲ ἰδῇς, καὶ νὰ μὲ καταλάβῃς. Διατὶ ὅστις θελήσει νὰ μὲ καταλάβῃ, χάνεται, ἀποθνήσκει, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ εὐσεβὴς καὶ πιστός. «Οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου, καὶ ζήσεται».
.         Καὶ ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι. Μὰ διὰ νὰ τό καταλάβωμεν καλλίτερα, ἄν ὑποθέσωμεν, πὼς ἕνας ἄνθρωπος κρατεῖ εἰς τὰς χεῖρας του ἕνα ἀγγεῖον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον θέλει νὰ βάλῃ ὅλην τὴν θάλασσαν. Πρέπει βέβαια ἕνα ἀπὸ τὰ δύο νὰ γένῃ· ἤ τὸ ἀγγεῖον νὰ γένῃ τόον μεγάλον, ὅση εἶναι ἡ θάλασσα, καὶ ἔτσι τὸ ἀγγεῖον νὰ χωρέσῃ μέσα του τὴν θάλασσαν· ἤ ἡ θάλασσα νὰ γένῃ τόσον μικρή, ὅσον εἶναι τὸ ἀγγεῖον, καὶ οὕτω νὰ περικλεισθῇ ἡ θάλασσα μέσα εἰς τό ἀγγεῖον. Ὅταν ἡμεῖς μὲ τὸν νοῦν μας θέλωμεν νὰ καταλάβωμεν τὸν Θεόν, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο βέβαια πρέπει νὰ γένῃ· ἤ ὁ νοῦς μας νὰ γένῃ τόσον μεγάλος, ὅσον εἶναι ὁ Θεός, ἤ ὁ Θεὸς νὰ γένη τόσον μικρός, ὅσον εἶναι ὁ νοῦς μας. Νὰ γένῃ τὸ πρῶτον, εἶναι ἀδύνατον. Διατὶ ὁ νοῦς μας εἶναι κατὰ φύσιν μικρός, στενός, καὶ πεπερασμένος. Νὰ γένῃ τὸ δεύτερον, εἶναι ἀδύνατον, διατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὑπερμέγιστος, εὐρυχωρότατος, ἄπειρος, ἤ διὰ νὰ εἰπῶ συντομώτερα: νὰ γένῃ ὁ νοῦς μας ἄπειρος εἶναι ἀδύνατον· νὰ γένῃ ὁ Θεὸς πεπερασμένος, εἶναι τῶν ἀδυνάτων. Τί ἔχει νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ λοιπόν, ὅταν ἐξετάζωμεν ἐκεῖνα ὁποὺ μᾶς διδάσκει ἡ πίστις; Σκότος βέβαια, ἀπορία, δισταγμός, ἀμφιβολία, ὀλιγοπιστία. Ἐτοῦτο ἀποκτοῦμεν ὅταν ἐξετάζωμεν τὴν πίστιν.
.         Τί θέλετε τώρα; Νὰ ἐξετάζετε τολμηρῶς ἤ νὰ πιστεύτε ἀνεξετάστως; Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐξέταζαν τολμηρῶς, εἶναι ὁ Ἄρειος, ὁ Μακεδόνιος, ὁ Νεστόριος, ὁ Πύρρος, ὁ Εὐτυχής, ὁ Ὁνώριος, ὁ Διόσκορος, καὶ ἄλλοι ὅμοιοι· μέλη σεσηπότα, δοχεῖα τοῦ διαβόλου, ἄνθρακες τοῦ ἅδου, κληρονόμοι τῆς αἰωνίου, καὶ παντοτινῆς κολάσεως. Ἐκεῖνοι ὁποὺ ἐπίστευαν χωρὶς νὰ ἐξετάζουσιν, ἦτον ὁ Ἀβραάμ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Παῦλος, ὁ Ἀθανάσιος, ὁ Βασίλειος, ὀ Γρηγόριος, ὁ Χρυσόστομος, καὶ ἄλλοι παρόμοιοι τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες· τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι· ἄνθη τοῦ παραδείσου· τοῦ Θεοῦ υἱοί· τῆς μακαριότητος κληρονόμοι. Μὲ ποίων τὸ μέρος θέλετε νὰ εἶστε; Μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων στοχάζομαι. Μὴ ἐξέτασες λοιπὸν περίεργες, αὐθάδεις, καὶ ἄχρηστες. Μὴ ἐξέτασες εἰς τὴν πίστιν, ἀλλὰ πίστις εἰς τὴν πίστιν, καὶ εἰς ὅσα διδάσκει ἡ πίστις.

, ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε