ΣΧ. «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: «Ἡ κρίση μᾶς κρίνει καὶ μᾶς ἀποδείχνει ἐλάχιστα σοβαρούς. Μᾶς πῆρε τριάντα ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια γιὰ νὰ καταλάβουμε». Γιὰ νὰ καταλάβουμε δηλαδὴ ὅτι ἐκχωρήσαμε τὰ πνευματικά μας πρωτοτόκια ΑΝΤΙ ΠΙΝΑΚΙΟΥ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΗΣ ΦΑΚΗΣ.
. Διαπιστώσεις αὐτογνωσίας ἄραγε; Μακάρι! γιὰ νὰ παραχθοῦν ἀγαθοὶ καρποὶ ἀλλαγῆς. Ἴσως τότε ἀρχίσει νὰ ἀχνοφέγγει, τότε ποὺ θὰ ἀρχίσουμε νὰ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ, ὅτι τὰ ἰδεολογικὰ σκουπίδια τῆς τελευταίας τριακονταπενταετίας μπάζωσαν τὶς συνειδήσεις μας (π.χ. νομιμοποίηση τῶν ἀμβλώσεων καὶ μεθοδευμένη ἀποσυναρμολόγηση τοῦ Σχολείου), τὰ ἄφθονα ψυχο-ἐξαρτησιογόνα (π.χ. «διακοποδάνεια»…!) ἀδρανοποίησαν τὶς πνευματικὲς ἀντιστάσεις μας, μαζὶ μὲ τὰ ἑξαπτέρυγά τους, κάτι θεολογικὰ ὑποπροϊόντα (π.χ. γλοιώδεις συμπροσευχές, ἀλαζονικὲς μεταπατερικότητες, ξενέρωτες μεταφράσεις λειτουργικῶν κειμένων, “τραβεστὶ” μάθημα Θρησκευτικῶν), ὑποπροϊόντα τὰ ὁποῖα εἰσέβαλαν συμπλεγματικῶς στὴν θεολογία καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
. Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά. Ἂς εὐχηθοῦμε ὅμως νὰ μὴ μᾶς πάρει ἄλλα τριάντα ὀκτὼ χρόνια… γιὰ νὰ μετανοήσουμε!
. Ὅσο δὲ γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ μπροστάρη ἀνιχνευτή, ποὺ ἀναφέρεται στὸ ἄρθρο κατωτέρω, μήπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δὲν ὑπῆρξε ΜΠΡΟΣΤΑΡΗΣ τῆς πνευματικῆς καὶ ἐθνικῆς παλιγγενεσίας; Συνεπῶς ΑΓΙΟΙ μᾶς χρειάζονται. Τοὺς θέλουμε; Ἢ προτιμοῦμε τοὺς μεταπατερικοὺς μεσσίες;
Πότε ἀνασταίνονται νεκροὶ
Τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
. Ζοῦμε πολυώδυνη κρίση, μᾶς κρίνουν τὰ γεγονότα. Κρίνεται τὸ τί χτίσαμε τόσα χρόνια, τί κράτος, ποιὲς σχέσεις κοινωνίας τῶν ἀναγκῶν, ποιὰ παιδεία καὶ κατὰ κεφαλὴν καλλιέργεια, τί στόχους βάλαμε στὴν προσωπικὴ καὶ στὴν κοινή μας ζωή.
. Ἡ κρίση μᾶς κρίνει καὶ μᾶς ἀποδείχνει ἐλάχιστα σοβαρούς, σαφῶς ἐπιπόλαιους καὶ κοντόφθαλμους, γιὰ βουλιμικὲς ἀποκλειστικὰ προτεραιότητες πρωτόγονα ἐγωκεντρικές. Δεκαετίες τώρα, ἀποδεχθήκαμε, ἡδονικὰ καὶ ἀπερίσκεπτα, σὰν πρώτιστο στόχο καὶ περιεχόμενο ζωῆς, τὴν κατανάλωση. Ἡ χαρὰ τῆς προσωπικῆς δημιουργίας, ἡ σπουδὴ καὶ ἡ γνώση, ἡ ἀξιολόγηση τῆς ἀνθρώπινης ποιότητας, ἡ ἐκλογὴ ἀρχόντων τῆς πατρίδας, ὅλα ὑποτάχθηκαν στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ στόχο (καὶ νόημα) τοῦ βίου: τὴ μεγιστοποίηση τῆς καταναλωτικῆς εὐχέρειας, τὴ διευρυμένη βουλιμικὴ ἀπόλαυση.
. Δουλεύαμε γιὰ τὸν μισθὸ ἢ γιὰ τὸ περισσότερο κέρδος. Σπουδάζαμε γιὰ τὸ «χαρτὶ» καὶ τὴ «θεσούλα» ποὺ θὰ μᾶς ἐξασφάλιζε. Καυχόμασταν ὄχι γιὰ φιλίες, ἀλλὰ γιὰ «διασυνδέσεις» καὶ «βύσματα». Ψηφίζαμε μὲ κριτήριο ποιὸς θὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὶς περισσότερες παροχὲς δίχως κρίση καὶ ἀξιολόγηση. Ἔτσι φτιάξαμε μία κοινωνία ἀλληλοσπαρασσόμενων συμφερόντων. Ἕνα κράτος ποὺ σιτίζει τοὺς ὑπαλλήλους του καὶ βασανίζει τὴν κοινωνία, κράτος παράνοιας, ἐντελῶς ἀνίκανο καὶ ἀνυπόληπτο. Ἕνα ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ποὺ ἐκπαιδεύει στὴν ἀγλωσσία, στὴν ἀκρισία, στὶς πρακτικὲς τῶν ἐκβιαστικῶν ἀπαιτήσεων καὶ τῆς ἡδονῆς τῶν βανδαλισμῶν. Ἕνα πολιτικὸ σύστημα ἀπολύτως αὐτονομημένο ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς ἀνάγκες, σύστημα διαπλοκῆς τῆς φαυλότητας μὲ τὴ θρασύτερη καὶ ἀναιδέστερη ἀνικανότητα.
. Τὸ συναρπαστικό, γιὰ τὸν ψύχραιμο παρατηρητή, εἶναι ὅτι στὸ κοινωνικὸ πεδίο οἱ στόχοι, τὸ ἦθος, ἡ διάκριση ποιοτήτων (παράγοντες ἀνυπότακτοι στὴν ἀντικειμενοποίηση) ἀποδείχνονται οἱ κυρίως συντελεστὲς ἐπιτυχίας ἢ ἀποτυχίας τῶν πιὸ πρακτικῶν – ὑλικῶν πτυχῶν τοῦ βίου: τῆς οἰκονομίας, τῆς παραγωγικότητας, τῆς ὀργανωτικῆς ἀπόδοσης. H ἰδεολογία τοῦ Ἱστορικοῦ Ὑλισμοῦ (μπαϊράκι τοῦ Μαρξισμοῦ ἀλλὰ καὶ «αὐτοσυνειδησία» τοῦ Καπιταλισμοῦ) διαψεύδεται παταγωδῶς στὰ «ὑλιστικότερα» πεδία τοῦ συλλογικοῦ βίου – χωρὶς βεβαίως νὰ πτοοῦνται, ἔστω κατ’ ἐλάχιστον, οἱ ἐμπορευόμενοι τὸ ἀφελὲς ἰδεολόγημα. Τὸ τί χτίσαμε στὶς δεκαετίες τῆς μεταπολίτευσης, ποιὰν ἀντίληψη γιὰ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἀνθρωπιά, ποιὰ σχέση κράτους καὶ κοινωνίας, ποιὰν αἴσθηση πατρίδας, ποιὰ κριτήρια ἀξιολόγησης ποιοτήτων, δίνουν καρποὺς ἀπόγνωσης σήμερα στὸ πεδίο τῆς οἰκονομίας, τῆς πολιτικῆς, τῆς κρατικῆς ὀργάνωσης: Ζοῦμε τὴ χρεοκοπία τῆς οἰκονομίας, τὴ διάλυση τοῦ κράτους, τὴν ἐξευτελιστικὴ κατάρρευση τοῦ πολιτικοῦ συστήματος. Γιατί ἔλειψε «κάθε νόημα» τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς συνύπαρξης.
. Μᾶς πῆρε τριάντα ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι ὁ «προοδευτικὸς ἐκσυγχρονισμὸς» καὶ ὁ «διεθνιστικὸς» πατριδομηδενισμός, ἡ «ἀποδόμηση» καὶ ὁ «μεταμοντερνισμὸς» ὅσο κι ἂν γοήτευσαν μία λιμασμένη γιὰ δημοσιότητα «διανόηση», ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνο γυαλιστερὲς φοῦσκες. (Συμβολικὰ τὰ ὀνόματα στοχοθεσίας στὴν Παιδεία τῶν κυριῶν Ρεπούση καὶ Δραγώνα, καθὼς διέπρεψαν μὲ τὴ N.Δ. ἡ πρώτη, μὲ τὸ ΠAΣOK ἡ δεύτερη, καὶ σήμερα πλαισιώνουν τὸν κ. Φώτη Κουβέλη). Οἱ σταθερὲς τῆς ἑλληνικῆς «εὐγένειας» (πολιτισμικῆς καταγωγῆς καὶ παράδοσης ποὺ «ὑποχρεώνει»), τῆς ἀναφορᾶς στόχων καὶ πράξεων σὲ ἄξονα «νοήματος» καὶ σὲ μέτρο «ἀλήθειας», λειτούργησαν, παράγοντας κοινωνικὴ συνοχὴ καὶ ἑτερότητα πρότασης πολιτισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Προσωκρατικῶν, ἴσως ὡς τὴ Γενιὰ τοῦ ’30. Καὶ λοιδορήθηκαν αὐτὲς οἱ σταθερές, χλευάστηκαν, μυκτηρίστηκαν στὴ μεταπολίτευση, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ ἀβυσσαλέο κενό, ὅπου βυθιζόμαστε ἀνέλπιδα σήμερα.
. Κακὰ τὰ ψέματα: Ναί, ὀφείλουμε χάριτες στὴ χούντα τοῦ ’67 – ’74 ποὺ γελοιοποίησε τελεσίδικα τὸ ἰδεολόγημα τοῦ Ἑλληνοχριστιανισμοῦ: μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ μία κούφια, χιλιοφθαρμένη καὶ μόνο ρητορική, ἐπίσημη κρατικὴ ἰδεολογία. Εἶναι ὅμως ἐγκληματικὸ νὰ ξεχνᾶμε πὼς ὅσο ἐπιδερμικὰ ψυχολογικὸς κι ἂν εἶχε καταντήσει ὁ ἑλληνορθόδοξος πατριωτισμός, ἦταν αὐτὸς ποὺ γέννησε τὴν ἔκπληξη στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου τὸ ’40, ἀτσάλωσε τὸ λαϊκὸ κουράγιο γιὰ νὰ ἀντέξει τὸν ἐφιάλτη τῆς καταστροφῆς στὴ Μικρασία, χάρισε «φρόνημα» στοὺς Ἕλληνες γιὰ νὰ διπλασιάσουν τὴν ἀπελεύθερη γῆ τους μὲ τοὺς πολέμους τοῦ 1912 – 13. «Πράγμα τζιβαϊρικόν, πολυτίμητο», ποὺ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης, ὅσο κι ἂν σκουριάσει καὶ παραφθαρεῖ, δὲν τὸ ἀτιμάζεις καὶ τὸ πετᾶς, ἐσὺ ὁ φωτισμένος. Τὸ καθαρίζεις ἀπὸ τὶς παρασιτικὲς ψευτιὲς καὶ τὴν ἰδιοτέλεια, ἀποκαθιστᾶς τὴν ἀλήθειά του, τὸν ἐμπειρικό του πλοῦτο. «Ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα, ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπο». Ὁ ἄνθρωπος ψευτίζει τὴν πίστη, τὸ ἄθλημα τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς αὐθυπέρβασης, καὶ τὴν ἀλλοτριώνει σὲ ἰδεολόγημα, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ξαναβρίσκει, τὴν ξεχώνει χαμένη κάτω ἀπὸ τόνους σκουριᾶς, μονόπετρο τοῦ ἀρραβώνα τς ἀνάστασης.
. Ἴσως λίγοι πιά, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἀκόμα Ἕλληνες (γεννήματα τῆς πάτριας γῆς, δηλαδὴ τῆς ἑλληνίδας γλώσσας καὶ εὐσέβειας) ποὺ καταλαβαίνουν τὸ «μέγιστον μάθημα»: νὰ ξεχωρίζουν τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸ ἄχυρο. Νὰ εἶσαι Ἕλληνας δὲν εἶναι ἐθνικότητα, φοκλορικὴ ἰδιαιτερότητα, βαλκανικὴ ἐπαρχιωτίλα, κρατικὴ κακομοιριά. Εἶναι ἐπιλογή. Ἕλληνας, τώρα πιά, δὲν γεννιέσαι, γίνεσαι, ὅπως καὶ ἐρωτευμένος δὲν δηλώνεις, φαίνεσαι. Ἡ ἑλληνικότητα εἶναι ἔρωτας, τὸν κατακτᾶς, δὲν σοῦ δίνεται ἐπὶ πληρωμῇ, ὅπως τὰ ὑπουργεῖα σὲ ὑπαλλήλους τῶν «ἀγορῶν». Ὅποιος ξεχωρίζει τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸ ἄχυρο, ἐρωτεύεται «νόημα» ποὺ φωτίζει τὸ αἴνιγμα τῆς ὕπαρξης καὶ τὸ σκάνδαλο τὸ ἀνυπόφορο τοῦ θανάτου, «νόημα» σαρκωμένο στὴ γλώσσα, στὴν Τέχνη, στὸ ἦθος, σὲ θεσμοὺς ὑπηρετικοὺς τῶν σχέσεων κοινωνίας.
. Ἀναζητᾶμε πρωθυπουργό, χαρισματικὸ ἡγέτη, ἱκανὸ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη τῆς κρίσης στὸ ξέφωτο τῆς ἐλπίδας. Μοιάζει παραδοξολόγημα (ὅπως κάθε ἐκρηκτικῆς γονιμότητας ἀλήθεια), ἀλλὰ ἂν τὸ πρῶτο εἶναι νὰ ξαναβρεῖ ἐφαλτήριο γιὰ καινούργιο πατριωτικὸ ἅλμα ἡ ἑλλαδικὴ κοινωνία, τότε χρειαζόμαστε ἐκκλησιαστικὸ μπροστάρη ἀνιχνευτή: Νὰ μᾶς δείξει τὴ μετάβαση ἀπὸ τὰ ἰδεολογήματα στὴν ἐρωτικὴ ἐμπειρία, ἀπὸ τὰ «ἐκσυγχρονιστικὰ» δῆθεν στὴν πίστη – ἐμπιστοσύνη. Δὲν ἔχουμε πολιτικούς, γιατί δὲν ἔχουμε μπροστάρηδες στὴν πίστη, ἡγέτες ἐκκλησιαστικοῦ ρεαλισμοῦ, ὄχι θρησκειοποιημένων ψυχολογημάτων.
. Μὲ θρησκευτικὲς παπαρδέλες καὶ ὠφελιμιστικὸ ἀκτιβισμὸ δὲν ἀνασταίνονται νεκροί.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr