Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες γιὰ τὴν Παιδεία
Δημήτρης Νατσιὸς
. Ὁ Νομπελίστας μας ποιητὴς Γ. Σεφέρης ἔλεγε: “Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλὴ παιδεία, ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία, ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτους τῆς μάθησης, ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτους τοῦ χρήματος”. Κι ἂν σήμερα ἐπερίσσευσαν οἱ νεόπλουτοι τοῦ χρήματος καὶ τῆς μάθησης, αὐτοὶ ποὺ συνάζουν γνώσεις μὲ ἀποκλειστικὴ φροντίδα τὴν προαγωγὴ καὶ τὸ εἰσόδημα, ἐν τούτοις ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι μὲ καλὴ καὶ ἀληθινὴ παιδεία, δὲν σταμάτησε ποτὲ ὁ μικρὸς κι εὐλογημένος αὐτὸς τόπος νὰ ἀναδεικνύει πνεύματα φωτοβόλα.
. Εἴμαστε μία χώρα μικρή, ποτὲ δὲν εἴχαμε ὑψηλὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, τὸ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς ὅμως εἰσόδημα τῶν Ἑλλήνων ἐπλεόναζε, δάνεισε ἁπλόχερα τὸν πλοῦτο του καὶ σ᾽ ἄλλους λαούς. “Τῆς Ἑλλάδος ἀείποτε σύντροφος πενίη” τῆς Ἑλλάδας ἡ φτώχεια ἦταν πάντοτε σύντροφος, λέει ὁ Ἡρόδοτος, ἀλλὰ “στὸ μάκρος εἴκοσι πέντε αἰώνων δὲν ὑπῆρξε οὔτε ἕνας, ἐπαναλαμβάνω, οὔτε ἕνας αἰώνας, ποὺ νὰ μὴν γράφτηκε ποίηση, στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ νὰ μὴν ὑπῆρχε πολιτισμὸς”, ἀπαντᾶ ὁ Ὀδ. Ἐλύτης, ὁ τοῦ Αἰγαίου ραψωδός.
. Ἀπὸ τοὺς 25 αἰῶνες ἀδιάλειπτης πνευματικῆς παραγωγῆς, δύο ἀπ᾽ αὐτοὺς ἡ ἱστορία τοὺς τίμησε, τοὺς ἐπροίκισε μὲ τὸ ἔνδοξο καὶ ἀθάνατο ἐπίθετο: ὁ χρυσοῦς αἰών. Σεμνύνεται ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς κόσμος γιὰ τὸν χρυσὸ αἰώνα τοῦ Περικλῆ. Ἔλαμψαν τότε τὰ λαμπρὰ αὐτὰ πνεύματα, “οἱ γονέοι τῆς ἀνθρωπότητος”, ὅπως τοὺς ὀνομάζει ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Σωκράτης, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης. Αὐτὸ τὸ ἐξέχον πνεῦμα τὸ μεταλαμπαδεύει ὁ Μ. Ἀλέξανδρος σ᾽ ὅλον τὸν γνωστὸ τότε κόσμο, καθιστώντας τὴν Οἰκουμένη ἑλληνική. Μὲ ὄχημα τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἡ παιδεία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Σωκράτη “ἐν ταῖς εὐτυχίαις κόσμος (δηλ. στολίδι) ἐστίν, ἐν δὲ ταῖς ἀτυχίαις καταφυγή”, γίνεται κτῆμα ὅλων τῶν λαῶν, γεγονὸς ποὺ ἀναγκάζει τὸν ρήτορα Ἰσοκράτη νὰ διαπιστώσει πὼς “μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς Παιδείας τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας”. Ἕλληνες εἶναι αὐτοὶ ποὺ μετέχουν, ποὺ μορφώνονται μὲ τὴν ἑλληνικὴ σοφία καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν καταγωγὴ ἑλληνική. Ἀνῆλθε βέβαια τὸ ἀρχαιοελληνικὸ πνεῦμα σὲ ὕψη δυσθεώρητα, ἐν τούτοις τὰ μελανὰ στίγματα παρέμειναν. Τὸ ἰδεῶδες τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ πολίτη ἐπισκιαζόταν ἀπὸ τὸν θεσμὸ τῆς δουλείας, τὴν ὑποτίμηση τῶν γυναικῶν, τὴν περιφρόνηση τοῦ σώματος, ὅπως αὐτὸ ἐκφράστηκε ἀπὸ τοὺς νεοπλατωνικοὺς φιλοσόφους, κατέπεσε μὲ τὴν ἐπικούρεια φιλοσοφία στὴν ἡδονοθηρία: “ἀρχὴ καὶ ρίζα παντὸς ἀγαθοῦ, ἡ τῆς γαστρὸς ἡδονή”, ἔλεγε ὁ Ἐπίκουρος. Φάε, δηλαδή, πίε καὶ εὐφραίνου, ἐκφυλίστηκε τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα, κυρίως κατὰ τοὺς αἰῶνες τῆς ρωμαιοκρατίας, τότε ἐμφανίστηκαν καὶ οἱ Γραικύλοι, Ἕλληνες ποὺ υἱοθετοῦσαν τὰ αἰσχρὰ ἤθη τῶν ξένων.
. Ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς ὁμοίαζε μὲ ἕναν γέρο, κουρασμένο καὶ ἑτοιμοθάνατο, ὅπως γράφει ὁ Παν. Κανελόπουλος. Τὸ πνεῦμα ἔσβηνε, ἡ τότε παγκοσμιοποίηση, ἐκβαρβάριζε καὶ μόλυνε τὰ πάντα. Εἶχε ἔρθει ὅμως “τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ἑξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν αὐτοῦ”. Αὐτὸ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου σήμαινε, ὅπως γράφει καὶ ὁ μεγάλος μας ἱστορικὸς Κ. Παπαρρηγόπουλος, πὼς ἡ ἐξάπλωση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἦταν σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ τελειότατη πίστη νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ τὸ τελειότατο ὄργανο καὶ νὰ ζυμωθεῖ μέσα σ᾽ ἕνα ὑψηλὸ πολιτισμό, ὅπως τὸν δημιούργησαν καὶ τὸν ἐξέφρασαν οἱ Ἕλληνες. “Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου”, εἶπε ὁ Χριστός, ὅταν ἀντίκρισε τοὺς Ἕλληνες. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (αὐτὸ σημαίνει ἡ φράση ) καὶ τὴν Πεντηκοστή, οἱ Ἀπόστολοι μεταφέρουν τὸ χαρμόσυνο μήνυμα εἰς πάντα τὰ ἔθνη, μὲ πρῶτο τὸ ἑλληνικό. Στέκεται προβληματισμένος στὴν Τροία, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὁπότε τοῦ ἐμφανίζεται τὸ γνωστὸ ὅραμα τοῦ Μακεδόνα ἄνδρα, ὁ ὁποῖος τὸν παρακαλεῖ “διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν”.
. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ ἑλληνικὴ Οἰκουμένη, γίνεται χριστιανικὴ Οἰκουμένη. Ὁ Παῦλος γνωρίζει στοὺς Ἕλληνες τὸν ἄγνωστο Θεό. Ὁ χριστιανισμός, ὡς νέος ἔφηβος, παίρνει στοὺς ὤμους του τὸ πολύπαθο κορμὶ τοῦ γέρου Ἕλληνα. Ὁ Ἑλληνισμὸς σώζεται καὶ ἀναγεννᾶται. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς αἰῶνες δημιουργεῖ καὶ τὸν δεύτερο χρυσὸ αἰώνα του. Τὸν χρυσὸ αἰώνα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τότε ποὺ ἔλαμψαν αὐτοὶ ποὺ σήμερα τιμᾶμε, οἱ μέγιστοι φωστῆρες, οἱ μελίρρυτοι ποταμοὶ τῆς σοφίας, αὐτοὶ ποὺ ἐφώτισαν καὶ ἐπότισαν τὴν Οἰκουμένη, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὁ Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. “Νενικήμεθα”, νικηθήκαμε, φωνάζει ὁ μεγάλος εἰδωλολάτρης ρήτορας Λιβάνιος, διαβάζοντας μία ἐπιστολὴ τοῦ Μεγ. Βασιλείου. Δὲν νικήθηκε ὁ Ἑλληνισμός, ἀλλὰ σώθηκε, δημιουργώντας τὴν νέα μεγάλη πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ δύναμη τῆς Ἀνατολῆς, τὴν Ὀρθοδοξία. Γεωγραφικὰ κατάγονται καὶ οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ἀπὸ τὸν εὐρύτερο Ἑλληνισμό, ἀπὸ τὴν Καππαδοκία οἱ δύο ἐπιστήθιοι φίλοι, ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τῆς Συρίας, τὴν Ἀντιόχεια, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
. Συνηθίζεται νὰ λέγεται πὼς οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες πέτυχαν τὴν σύνθεση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς πέτυχαν νὰ προφυλάξουν αὐτὴν τὴν σύνθεση ἀπὸ ἀκρότητες φιλοσοφικὲς καὶ αἱρετικὲς ποὺ ἤθελαν τὴν ἀπορρόφηση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο στοιχεῖο. “Γιατί, Κύριε; οἱ τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι προστάτες τῶν γραμμάτων, τῆς Παιδείας μας”. Τὸ ἐρώτημά μου τὸ ἀπηύθυνε μαθητής μου, παιδὶ τῆς Ϛ´ δημοτικοῦ. Τὸ ἐρώτημα, τὸ ὁμολογῶ, μὲ ἔφερε σὲ δύσκολη θέση. Οἱ προστάτες ἅγιοι τῆς Παιδείας, εἶναι ἐξοβελισμένοι ἀπὸ τὴν Παιδεία μας. Στὸ γλωσσικὸ μάθημα, ποὺ συστήνει τὸν ἄνθρωπο ὡς πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ὄν, δὲν συναντᾶ ὁ μαθητὴς τοῦ δημοτικοῦ οὔτε ἕνα κείμενο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἐνῶ παρελαύνουν οἱ μέτριοι καὶ οἱ ἀσήμαντοι.
. Ἐμποτισμένοι ἐδῶ καὶ 170 χρόνια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν Βαυαρῶν, ἀπὸ τοὺς ξενοτραφεῖς καλαμαράδες καὶ λογίους, θεωροῦμε τὸ Βυζάντιο, τὴν Ρωμιοσύνη ὡς περίοδο σκοταδισμοῦ καὶ μηχανορραφιῶν. Γιὰ νὰ γίνουμε σὰν τὰ φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης, πρέπει νὰ ἀποκηρύξουμε “τὸ πάτριον θρήσκευμα καὶ πᾶν ἑλληνικόν”, ὅπως ἔγραφε ὁ καθ. Βερναρδάκης πρὶν ἀπὸ 150 χρόνια. Οἱ ἀσκητικὲς μορφὲς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἡ ὅλο ἀγάπη γιὰ τὸ συνάνθρωπο ζωή τους, ἡ ἀπάρνηση τοῦ πλούτου καὶ τῆς καριέρας τους δὲν χωροῦν στὴν κοινωνία ποὺ ἔχει ὡς στόχο τὸ νὰ περνᾶμε καλά, τὴν εὐδαιμονία, τὴν κοινωνικὴ ἀναρρίχηση μὲ ὁποιοδήποτε μέσο.
. Ἀναμασᾶμε ἐδῶ καὶ δεκαετίες τὰ ξυλοκέρατα τῆς δῆθεν πολιτισμένης Δύσης, ποὺ βρίσκεται στὰ ὅρια τῆς νευρικῆς κρίσης καὶ δὲν σπεύδουμε νὰ ξεδιψάσουμε ἀπὸ τὴν πηγὴ τὴν ἀστείρευτη, ποὺ λέγεται λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. “Ἐπειδὴ εἴμαστε ἄνθρωποι, δὲν μποροῦμε νὰ περιφρονοῦμε τοὺς ἀνθρώπους”, νὰ λόγια ἁγιασμένα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Μεγ. Βασίλειου, ποὺ ἵδρυσε ὁλόκληρη πόλη τὴν Βασιλειάδα, ὅπου διακονοῦσε τοὺς ἐλάχιστους ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ).
. 1700 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ φεμινισμοῦ χτυπᾶ ὁ Γρηγόριος τὴν ἀνισότητα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, τοὺς τότε νόμους ποὺ προκλητικὰ εὐνοοῦσαν τοὺς ἄνδρες. “Δὲν δέχομαι αὐτὴν τὴν νομοθεσία” ἔλεγε. “Ἄνδρες ἦταν οἱ νομοθέτες γι᾽ αὐτὸ ἐνομοθέτησαν κατὰ τῶν γυναικῶν. Οὐκ ἔνι ἄρσεν ἢ θῆλυ, εἶπεν ὁ Κύριος”. “Γιὰ τὰ κτήματα ποὺ ἔχουν δοθεῖ στὰ παιδιὰ φροντίζουμε, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τὰ παιδιά. Βλέπεις τὴν ἀνοησία γονέα. Ἄσκησε τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ πρῶτα καὶ κατόπιν θὰ ἔλθουν ὅλα τὰ ἄλλα. Ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ δὲν εἶναι ἐνάρετη, καθόλου δὲ τὸ ὠφελοῦν τὰ χρήματα καὶ ὅταν εἶναι, καθόλου δὲν τὸ βλάπτει ἡ φτώχεια, θέλεις νὰ τὸ ἀφήσεις πλούσιο; Μάθε τὸ νὰ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος… Γιατί πλούσιος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα καὶ ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ πολλὰ ἀγαθά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε”. Λόγια πρὸς τοὺς γονεῖς τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἠχοῦν παράξενα σ᾽ ἕναν κόσμο σὰν τὸν σημερινό. ποὺ ἔχει ἐπιδοθεῖ στὸ μανιῶδες κυνήγι τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ, τῆς καλοπέρασης, τῆς ἐπίδειξης.
. Ἡ παιδεία μας σήμερα, ἐγκατέλειψε τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ στράφηκε στὸν ἐγκέφαλό του. “Παιδεία ἐστὶ οὐ τὴν ὑδρία πληρῶσαι, ἀλλὰ ἀνάψαι αὐτὴν”, ἔλεγε ὁ Πλάτωνας. Γεμίζουμε τὸ κεφάλι τοῦ παιδιοῦ μὲ γνώσεις καὶ ἀφήνουμε σβησμένη τὴν ψυχή του. Οὐδέποτε ὑπῆρχαν στὸν κόσμο καὶ στὸν τόπο μας τόσοι ἐγγράμματοι καὶ τέτοια φτώχεια πνευματική. Ἔχουμε μία παιδεία ποὺ ἐπιζητᾶ πρωτίστως νὰ θεραπεύσει τὶς ἀνάγκες τοῦ κράτους, τῆς βιομηχανίας, τῶν ἐπιχειρήσεων. Γεμίσαμε διπλωματούχους καὶ ἐξαφανίστηκαν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ἡ πραγματικὴ παιδεία προσφέρει κατ᾽ οὐσίαν πνευματικὴ καὶ ὄχι τεχνικὴ μόρφωση, κάθε κοινωνία ποὺ θέλει νὰ προκόψει ἔχει πρῶτα ἀνάγκη χαρακτήρων καὶ κατόπιν τεχνικῶν. “Εἴχαμε τζιβαϊρικὸν πολυτίμητον καὶ παίρνομεν ἀσκιὰ μὲ ἀγέρα καὶ κούφια καρύδια. Ἔτζι θὰ γίνωμεν παλιοψάθα τῶν λαῶν”, βροντοφωνάζει ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, ποὺ ἔβλεπε μὲ θλίψη τὴν περιφρόνηση τῆς παράδοσής μας.
. “Εἶναι καλὸς μαθητής;” ρωτοῦν ἀγωνιωδῶς οἱ γονεῖς, ἀδιαφορώντας πολλὲς φορὲς γιὰ τὴ συμπεριφορά του, τὴ διαγωγή του. Παιδεία ὅμως σημαίνει μόρφωση, μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ παιδεία ὀφείλει νὰ δημιουργεῖ ἄνθρωπο μὲ πίστη, δηλαδὴ ἀγωνιστή. Ἀντὶ νὰ ἀνατρέφουμε ἀητούς, θαλασσοπούλια ποὺ θὰ βγαίνουν ψηλὰ γιὰ νὰ ἐλέγχουν τὸ πέλαγος, ἐμεῖς ταΐζουμε παπαγάλους σὲ χρυσὸ κλουβί. Ἂς σκύψουμε ὅμως λίγο στὸ πολυτίμητο τζιβαϊρικόν, στὸν λόγο τὸν χαριτωμένο, τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν. Τονίζουν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι τὴν σπουδαιότητα τῆς ἀληθινῆς παιδείας: “Καθένας ποὺ ἔχει μυαλὸ θ᾽ ἀναγνωρίσει ὅτι ἡ παιδεία εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τὸ πρῶτο τῶν ἀγαθῶν. Δὲν περιφρονοῦμε τὴν παίδευση, ὅπως νομίζουν μερικοί. Ἀντίθετα, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τέτοια γνώμη εἶναι ἀνόητοι καὶ ἀμαθεῖς, θέλουν ὅλοι νὰ εἶναι σὰν κι αὐτούς, ὥστε μέσα στὴν γενικὴ ἀμάθεια νὰ μὴν φαίνεται ἡ δική τους ἄγνοια”, λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
. “Ἡ παιδεία”, γράφει ὁ Χρυσόστομος, “εἶναι μέγιστο ἀγαθὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι μετάληψη ἁγιότητας. Αὐτὴ ξεριζώνει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν ραθυμία, τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες, τὸ πάθος γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, αὐτὴ ἀναμορφώνει τὴν ψυχή, αὐτὴ καθιστᾶ τὴν ψυχή, μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἁγία”. “Ἡ παιδεία εἶναι πολὺ ὠφέλιμη στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ πολὺ ἐπίμονη προσπάθεια, ὥστε νὰ ξεριζωθοῦν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδαγωγοῦ ἀδυναμίες καὶ πάθη”, λέει ὁ οὐρανοφάντωρ γέροντας τῆς Καισαρείας.
. Ξερίζωμα εἶναι λοιπὸν ἡ Παιδεία, πρῶτα τῶν κακῶν ἐπιθυμιῶν καὶ στὴ συνέχεια καλλιέργεια ἀξιῶν, ἐξευγενισμὸς τῆς ψυχῆς. Τονίζουν ἰδιαίτερα οἱ τρεῖς Ἱεράρχες τὴν ἱερότητα τοῦ ἔργου τοῦ δασκάλου, θεωρώντας ὡς πρωταρχικῆς σημασίας τὸ παράδειγμα, τὰ ἔργα του. “Οὐ γὰρ ὁ λόγος τοσοῦτον ὅσον ὁ βίος, ἡ ζωή, εἰς τὴν ἀρετὴν ἄγειν”, ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος Χρυσοῦς αἰών. “Γενοῦ αὐτοῖς τύπος καὶ μὴ νομοθέτης”, λέει ὁ χρυσοῦς τὸ στόμα Ἰωάννης. “Ἡ διδασκαλία στὴν τάξη”, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, “πρέπει νὰ γίνεται εὐχάριστα, γιατί μόνο τότε ἡ γνώση παραμένει μόνιμα. (Τέρπειν τε ἅμα καὶ διδάσκειν)”. Γιὰ τοῦτο καὶ τὰ μαθητικὰ βιβλία πρέπει νὰ εἶναι σαφῆ καὶ εὐχάριστα. Ὁ δάσκαλος δὲν πρέπει νὰ διατάζει, ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ συμβουλεύει, οὔτε νὰ συμβουλεύει, ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ διατάζει”. Οἱ συμβουλὲς αὐτὲς τοῦ Ἁγίου μποροῦν ἄνετα νὰ υἱοθετηθοῦν καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς ποὺ καὶ αὐτοὶ εἶναι δάσκαλοι διὰ βίου τῶν παιδιῶν τους. “Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καὶ οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καὶ εἶτα φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καὶ προσαγάγειν ἄλλους, ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιᾶσαι” ἀναφωνεῖ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης, ὁ ὁποῖος ὀνομάζει “τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν” τὸ ἄγειν ἄνθρωπον, τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου. Σημειώσαμε πὼς καὶ οἱ τρεῖς Ἱεράρχες μοίρασαν τὴν περιουσία τους, δὲν κράτησαν τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Μία πράξη ποὺ ἀντηχεῖ σίγουρα ξένη καὶ ἀστεία στὶς ἀντιλήψεις μας σήμερα, τὶς χριστιανικὲς (ἐντὸς εἰσαγωγικῶν ἡ λέξη) ἀντιλήψεις γιὰ διαφύλαξη καὶ αὔξηση τῆς περιουσίας μας. “Ὅσον πλεονάζεις τῷ πλούτῳ, τοσοῦτον ἐλλείπεις τὴν ἀγάπη”, καταγγέλλει ὁ Μ. Βασίλειος. “Οὐκ ἐστὶ μὴ ἀδικοῦντα πλουτεῖν”, δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ γίνει πολὺ πλούσιος χωρὶς νὰ ἀδικήσει, συμπληρώνει ὁ Χρυσόστομος, ποὺ καθημερινὰ 7.000 ἄνθρωποι ἔβρισκαν τροφὴ στὸ πατριαρχεῖο του. “Ντρέπομαι”, ἔλεγε ὁ Χρυσόστομος “κάθε φορὰ ποὺ βλέπω πολλοὺς πλούσιους νὰ γυρίζουν ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ ἱππεύουν ἄλογα μὲ χρυσὰ χαλινάρια, κι ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νὰ δώσουν κάτι στὸν φτωχό, γίνονται ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς φτωχότεροι”.
. Γάγγραινα τῆς κοινωνίας κατάντησε σήμερα ἡ φιλαργυρία. “Ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀρρώστιες ποὺ παθαίνει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πιὸ σιχαμερή, κατὰ τὴν κρίση μου, εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ τσιγγουνιά. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀπεχθανόμουν. Καὶ τώρα, μ᾽ ὅλο ποὺ μὲ τὴν ἡλικία ἄλλαξα γνώμη γιὰ πολλὰ πράγματα, γιὰ τὴν τσιγγουνιὰ δὲν ἄλλαξα. Προτιμῶ νά ᾽χω νὰ κάνω καὶ μ᾽ ἕναν φονιά, παρὰ μὲ τσιγκούνη. Γιατί ὁ φονιὰς μπορεῖ νὰ σκότωσε ἀπάνω στὸν θυμό του καὶ νὰ μετάνιωσε ὕστερα, ἐνῶ ὁ τσιγκούνης εἶναι ψυχρὸς ὑπολογιστής, ὣς τὸ κόκαλο χαλασμένος. Στὸν φονιὰ μπορεῖς νὰ βρεῖς καὶ κάποια αἰσθήματα, στὸν φιλάργυρο κανένα. Ὁ φιλάργυρος εἶναι ἐγωιστής, ἀγαπᾶ μόνο τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ τέρας χειρότερο κι ἀπὸ τὸν ἐγωιστή, γιατί μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ μήτε τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα”, λόγια του μεγάλου Φ. Κόντογλου, συμφυῆ μὲ τὰ λόγια τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
. Ἀσυμβίβαστοι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δὲν δίστασαν νὰ συγκρουστοῦν μὲ τὴν τότε ἐξουσία προκειμένου νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν δικαιοσύνη ἢ τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Δὲν δίστασε ὁ Μέγ. Βασίλειος νὰ ἀρνηθεῖ τὴν φιλία τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη, λέγοντάς του “Τὴν βασιλέως φιλίαν μέγα μὲν ἡγοῦμαι μετ᾽ εὐσέβειας, ἄνευ δὲ ταύτης, ὀλεθρίαν ἀποκαλῶ”. Δὲν ἀνέχεται νὰ ἐγκαταλείψει οὔτε “ἰῶτα ἓν” τῶν θείων δογμάτων καὶ ἀσπάζεται καὶ τὸν θάνατο, ἂν παραστεῖ ἀνάγκη. Παραιτήθηκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς Κων/πόλεως, ὅταν διαπίστωσε αἱρετικὲς κακοδοξίες. Χτυπᾶ ἀλύπητα ὁ Χρυσόστομος, τὴν ἀνηθικότητα τῆς αὐτοκράτειρας Εὐδοξίας. “Ὁ Θεὸς”, τῆς γράφει, “σοῦ ἔδωσε τὸ βασιλικὸ σκῆπτρο γιὰ νὰ ἀπονέμεις παντοῦ τὴν δικαιοσύνη. Χῶμα καὶ στάχτη, χόρτο καὶ σκόνη, σκιὰ καὶ καπνὸς καὶ ὄνειρο εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἰσχυρὸς ἄρχοντας. Δῶσε τέλος στὸν πόνο καὶ στὴ δυστυχία τῶν ἀπελπισμένων. Μήπως θὰ κατέβουν μαζί σου στὸν τάφο τὰ σταφύλια τῶν κλημάτων, τὰ χρήματα καὶ ἡ δόξα τῆς ἐξουσίας;”. Ἐξορίστηκε ὁ Ἅγιος, πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες μακριὰ στὰ βάθη τῆς Μ. Ἀσίας, ἔδωσε ὅμως παράδειγμα αἰώνιο στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες, κυρίως στοὺς σημερινούς, ποὺ ὁρισμένοι κυκλοφοροῦν σὰν Πέρσες σατράπες, μία ἄλλη μορφὴ ἐξουσίας, ἀνίκανη νὰ συλλάβει τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τονίζει πὼς ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν διάκονος, πρέπει νὰ εἶναι ὑπηρέτης ὅλων.
. Ἀπηχώντας τὰ λόγια τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς τὴν τότε ἐξουσία, ὁ Παπαδιαμάντης πρὶν ἀπὸ 100 περίπου χρόνια γράφει: “Νὰ παύσει ἡ συστηματικὴ περιφρόνησης τῆς θρησκείας ἐκ μέρους τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Νὰ συμμορφωθεῖ ἡ ἀνωτέρα τάξις μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας. Νὰ γίνει προστάτης τῶν πατρίων καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθεῖ καὶ νὰ ἐγκολπωθεῖ τὰς ἐθνικὰς παραδόσεις. Νὰ μὴν περιφρονεῖ ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ μὴν νοθεύονται τὰ οἰκογενειακὰ καὶ θρησκευτικὰ ἔθιμα. Νὰ μὴ μιμώμεθα πότε τοὺς παπιστὰς πότε τοὺς προτεστάντας, νὰ μὴν χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα, νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια, ὣς πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;”. “Ἡ Ρωμανία κι ἂν ἐπέρασεν ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο”, ἔψαλλε ὁ ποντιακὸς ἑλληνισμός. Θὰ ἀνθίζει ἡ Ρωμανία ὅταν τιμᾶ τὰ πάτρια. “Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἅρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος”, ἔλεγε στὰ 1838 στοὺς μαθητὲς τῶν Ἀθηνῶν ὁ Κολοκοτρώνης ἤ, ὅπως τὸ γράφει ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, “χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία ἔθνη δὲν ὑπάρχουν”.
. Εἶναι πολὺ δύσκολο, ἀδύνατο νὰ περιγραφεῖ μ᾽ ἕναν ταπεινὸ λόγο ἡ προσφορὰ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν στὰ γράμματα, στὴν Παιδεία. Ἀποσιωπώντας τὴν προσφορά τους, σ᾽ ἄλλους κοινωνικοὺς τομεῖς εἶναι σὰν νὰ προσπαθεῖς νὰ κρύψεις τὸν ἥλιο μὲ τὰ χέρια. Θὰ προσπαθήσω ὅμως, τελειώνοντας, νὰ συνοψίσω τὴν προσφορὰ τῶν ἀκάματων καὶ ἀκατάβλητων στύλων τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ οἱ τρεῖς, εἰς πεῖσμα τοῦ καιροῦ τους ποὺ θεωροῦσαν τὰ ἀρχαιοελληνικὰ γράμματα εἰδωλολατρικὴ ἐνασχόληση, σπούδασαν στὶς καλύτερες σχολὲς τῆς ἐποχῆς τους, διότι πίστευαν ὅτι ἡ γνῶσις καὶ “πρὸς ψυχῆς γυμνασίαν καὶ πρὸς σεμνότητα ἤθους” ὁδηγεῖ. Ἀπέκτησαν πάλι τὴν λάμψη τους τὰ ἀρχαιοελληνικὰ γράμματα. Ἔγιναν ἀργότερα τὰ μοναστήρια φιλοσοφικὰ φροντιστήρια, σ᾽ αὐτὰ οἱ μοναχοὶ “ἀδιάσπαστον τὸν μετὰ τοῦ παρελθόντος σύνδεσμον τηροῦντες, ἐκαλλιέργουν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, μεταλαμπαδεύοντες ὡς συγγραφεῖς ἢ καὶ διδάσκαλοι τὸν ἑλληνικὸν πολιτισμὸν εἰς τοὺς συγχρόνους. Ἐκ τῶν περιβόλων τῶν μονῶν, ὡς ἀπὸ κοιλίας δουρείου ἵππου, τὴν ἑλληνικὴν παιδείαν διδαχθέντες καὶ εἰς τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς λουσθέντες, ἐξεπήδησαν ἄνδρες οἱ ὁποῖοι στύλοι τῆς ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἔθνους ἐγένοντο”, γράφει ὁ καθηγητὴς Φ. Κουκουλές. Ὁ Μέγας Βασίλειος μάλιστα στὸ ἔργο του “πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων”, προτρέπει τοὺς νέους νὰ ἐγκύψουν στὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀλλὰ νὰ ἀποφεύγουν τὰ ἄσχημα, ὅπως ἀποφεύγει ἡ μέλισσα τὰ ἀγκάθια ἀπὸ τὰ τριαντάφυλλα. Δὲν διστάζει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ποιητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ, νὰ μιμηθεῖ τοὺς τραγικοὺς ποιητές, δὲν διστάζει τὸ ὡραιότερο πνεῦμα τῆς νέας Ἑλλάδος, ὁ Χρυσόστομος, νὰ σπουδάσει τὸν Δημοσθένη. Ἀπὸ κείνη τὴν στιγμὴ οἱ ἐγγράμματοι Χριστιανοὶ φυλάττουν καὶ διασώζουν τὴν Ἑλληνικὴ Παιδεία ποὺ μεταφέρθηκε ἀργότερα στὴν Δύση, γιὰ νὰ ὑπάρξει ἡ Ἀναγέννηση καὶ ὅλος ὁ λεγόμενος δυτικὸς πολιτισμὸς .
. “Ὑπόβαθρον τῆς κατὰ Χριστὸν φιλοσοφίας” θεωροῦν τὴν ἀρχαιοελληνικὴ παιδεία καὶ φτάνουν ἀπὸ τὸν καλὸ κἀγαθὸ πολίτη τοῦ κόσμου, μὲ τὴν μάθηση καὶ τὴν πίστη, στὸν καλοκάγαθο πολίτη τοῦ οὐρανοῦ. “Ὁ γὰρ Θεὸς πλάττων τὸν ἄνθρωπο οὐκ ἐποίησεν αὐτὸν δοῦλον, ἀλλ᾽ ἐλεύθερον”, λόγια τοῦ Γρηγορίου. Νὰ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, νὰ ὁ κρυμμένος θησαυρός, νὰ ἡ βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ μία παιδεία ἀληθινή. Μὲ τὴν παιδεία κερδίζεται ἡ μεγαλύτερη ἀρετή, ἡ ἐλευθερία. “Οὐ φύσει, (ὄχι ἀπὸ τὴν φύση), ἀλλὰ μαθήσει (μὲ τὴν μάθηση) καλοὶ κἀγαθοὶ γίνονται”. Ἐλεύθερο ἄνθρωπο δίδαξαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Ἡ ἐλευθερία λέξη ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸν μέλλοντα τοῦ ρήματος ἔρχομαι, τὸ ἐλεύσομαι, εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἔρθει, ποὺ κινεῖται καὶ ποὺ τὴν ἁρπάζουν, κάστρο εἶναι καὶ τὸ παίρνεις μὲ τὸ σπαθί σου, λέει ὁ Καζαντζάκης οἱ λαοὶ ποὺ ἀξίζουν, ποὺ ἔχουν δηλαδὴ ἀξίες, αἰώνιες καὶ ἀκατάλυτες. “Γνῶμες, καρδιὲς ὅσοι Ἕλληνες ὅ,τι εἶστε μὴ ξεχνᾶτε. Δὲν εἶσθε ἀπὸ τὰ χέρια σᾶς μονάχα, ὄχι χρωστᾶτε σ᾽ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θὰ ᾽ρθουνε, θὰ περάσουν. Κριτὲς θὰ μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί”. Χρωστᾶμε λέει ὁ Παλαμᾶς, δανεισθήκαμε μία λαμπρὴ παράδοση καὶ ἡ παράδοση παραδίδεται στοὺς ἀγέννητους. Ἡ μικρή μας πατρίδα, “οὐδὲν τῆς ὁποίας εἶναι γλυκύτερον”, ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, θέλει μαθητὲς παιδευμένους, ποὺ νὰ ἔχουν σκοπὸ τους ὄχι μόνο τὸ ζῆν, ἀλλὰ τὸ “εὖ ζῆν”. Ποὺ θὰ συλλογίζονται ἐλεύθερα καὶ καλά, κατὰ τὸν Ρήγα Φεραῖο, θέλει ἡ πατρίδα μας “ἡ κοινὴ μήτηρ πάντων”, ὅπως λέει ὁ Ἄγ. Βασίλειος, δασκάλους, μᾶλλον διδασκάλους, ποὺ νὰ δίδουν τὸ καλόν, ὅπως λέει ἡ λέξη, ποὺ θὰ ἀγαποῦν ποὺ θὰ ἐκτείνουν τὴν τῆς ἀγάπης σαγήνην, “ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον” ποὺ θὰ ἁπλώνουν τὰ δίχτυα τῆς ἀγάπης καὶ θὰ ἀγκαλιάζουν καὶ τοὺς ἀδύνατους, γιὰ νὰ μὴ ἐκτραποῦν, ἀλλὰ νὰ γίνουν καὶ αὐτοὶ μέτοχοι τῆς καλῆς τραπέζης, παιδεία, δηλαδή, χωρὶς ἀποκλεισμοὺς κοινωνικοὺς καὶ ταξικὲς διαφοροποιήσεις. Οἱ δάσκαλοι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἐργαζόμενους ποὺ δίνουν ὅ,τι ἔχουν, δίνουν ὅ,τι εἶναι.
. Ὑπενθυμίζω καὶ τὴν ρήση τοῦ ἀπ. Παύλου “Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπη δὲ μὴ ἔχω γέγονα χαλκὸς ἠχῶν καὶ κύμβαλον ἀλαλάζον”, ἕνα ἄδειο βαρέλι ὁ χωρὶς ἀγάπη ἄνθρωπος. Θέλει τὸ τιμιώτερον πάντων, ἡ πατρίδα μας, ἐπιστήμονες, ποὺ θὰ ἀκολουθοῦν τὰ χνάρια τῶν 3 Ἱεραρχῶν, ὄχι μικροπρεπεῖς θηρευτὲς δόξας καὶ χρήματος, ὄχι τέτοιους ποὺ χωρίζουν τὴν ἐπιστήμη μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ δουλεύουν τὴν πανουργία, ἀλλὰ ταπεινοὺς σκαπανεῖς τῆς γνώσης, παραδείγματα πρὸς μίμηση, ἐπιστήμονες ποὺ κίνητρο τῶν πράξεών τους θὰ εἶναι, ὄχι οἱ προσωπικὲς φιλοδοξίες, ἀλλὰ ἡ εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση δὲν εἶναι ἐπιστήμονες, ἀλλὰ τύραννοι εἰσί, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
. Θέλουμε πολιτικούς, ναὶ “ἡ πολιτεία τροφὴ ἀνθρώπων ἐστίν, καλὴ μὲν ἀγαθῶν ἡ δ᾽ ἐναντία κακῶν”. Τὸ καλὸ πολίτευμα κάνει τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς πολίτες ἀγαθούς, τὸ κακὸ πολίτευμα ἐκφαυλίζει τοὺς πολίτες”, λέει ὁ Πλάτωνας, θέλουμε πολιτικοὺς διακόνους τοῦ λαοῦ, οἱ ὁποῖοι θὰ προσπαθοῦν νὰ λύουν τὰς πενίας (τὴν φτώχεια, τὶς ἀνάγκες) τῶν πλησίον, τῶν πολιτῶν, “ἐξόχως δὲ τῶν πενεστέρων καὶ κακῶς ἐχόντων”, κυρίως τῶν ἀδυνάτων, λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος. “Γιατί καμαρώνεις; ἐπειδὴ πολιτεύεσαι μὲ λόγια; εἶναι εὔκολη ἡ πολιτικὴ μὲ λόγια· δίδαξε μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς σου αὐτὴ εἶναι ἡ ἄριστη πολιτική… Ἐὰν δὲν ἔχεις νὰ ἐπιδείξεις ἔργο, καλύτερο εἶναι νὰ σιωπᾶς, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης. Σήμερα εἴμαστε μέλος τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, ἡ ὁποία βέβαια δὲν ἀποτελεῖ ἰδέα, ἀποτελεῖ συγκυρία ἱστορική, στὴν ὁποία ὀφείλουμε νὰ προσαρμοσθοῦμε διατηρώντας, ὅπως ὅλοι οἱ ἑταῖροι μας τὸ δικό μας πρόσωπο. Χωρὶς ἰδέα τὸ πρόσωπο γίνεται μάσκα καὶ πέφτει. Μὲ μεγάλη ἰδέα τὴν εὔκολη καὶ ἄκοπη ἀπόκτηση χρήματος καὶ τὶς πιὸ εὐτελεῖς ἀπολαύσεις, οὐδεὶς λαὸς προκόβει, ὅταν μάλιστα σηκώνει στὶς πλάτες του τὸ φορτίο μιᾶς ὑπέρογκης κληρονομιᾶς σὰν τὴν δική μας. Καὶ ὅσο πιὸ βαριὰ εἶναι ἡ κληρονομιὰ τόσο ἰσχυρότερη γονιμοποιὸ ἰδέα χρειάζονται οἱ κληρονόμοι.
. Στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη δὲν πᾶμε ὡς ἀπόγονοι το῀θυ Σωκράτη μόνο. Αὐτὸ μας κάνει κωμικούς. Ὅταν μπήκαμε στὴν ΕΟΚ τὸ 1979 ἡ γαλλικὴ ἔφ. “ΛΕ ΜΟΝΤ” ἔγραψε: “καλωσορίζουμε τὴν χώρα τῆς Φιλοκαλίας, τὴν χώρα τοῦ Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου, τοῦ Χρυσοστόμου”. Αὐτὸν περιμένει ἡ Εὐρώπη ἀπὸ ἐμᾶς, τὸν φιλόκαλο ἄνθρωπο, τὸν φίλο τοῦ καλοῦ, τὸν ἅγιο, τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὅπως ἔλεγε ὁ Χρυσόστομος, εἶναι πλούσιος ὄχι γιατί ἔχει πολλά, ἀλλὰ γιατί δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε. Τὸ τί μᾶς χρειάζεται, μᾶς τὸ λέει ὁ Δάσκαλος τοῦ Γένους, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: “Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δύο ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέσει δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρει ἐκτὸς καὶ ἂν τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας”, ὅπου ψυχὴ εἶναι ἡ παράδοσή μας, ἡ γλώσσα μας, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμά μας καὶ Χριστὸς εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία του, αὐτὴν ποὺ τίμησαν καὶ δόξασαν οἱ Τρεῖς πάνσεπτοι φωστῆρες, οἱ πυρσεύσαντες διὰ θείων δογμάτων τὴν οἰκουμένην, οἱ μελίρρυτοι ποταμοὶ τῆς σοφίας, οἱ διδάσκαλοι οὐ μόνων λόγων ἀλλὰ καὶ ἔργων, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, οἱ προστάτες τῆς Παιδείας καὶ τῶν παιδιῶν μας.
Νατσιὸς Δημήτρης
δάσκαλος -Κιλκὶς
- Ἡ ὁμιλία ἔγινε στὶς 31 Ἰανουαρίου τοῦ 2001 στὸν Δῆμο Δοϊράνης, ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῆς γιορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
ΠΗΓΗ: «ΑΝΤΙΒΑΡΟ»