«Ἡσυχάσει … »
(Θρῆνοι Ἱερεµίου γ´ 26)
. Ὁ ἐπισκέπτης µπῆκε διακριτικὰ στὸ γραφεῖο. Κοίταξε ἕνα ἕνα τὰ πρόσωπα τῶν ὑπαλλήλων; Κουρασµένα καὶ ἐκνευρισµένα. Διάβασε στὶς ψυχές τους τὴν ἀνησυχία. Τοὺς ρώτησε ἁπλά: Τί θὰ θέλατε; Τί θὰ λαχταρούσατε αὐτὴ τὴν ἐποχή; Χωρὶς δισταγµὸ ἔδωσαν ὅλοι τὴν ἴδια ἀπάντηση: Λίγη ἡσυχία. Θέλουµε νὰ ἡσυχάσουµε, νὰ ἡσυχάσουµε…
. …Ὁ ἐπισκέπτης προχώρησε στὴν αἴθουσα ἀριθµὸς 3 τοῦ µεγάλου ἐργοστασίου. Ἀγκάλιασε στοργικὰ µὲ τὸ βλέµµα του τοὺς ἐργάτες: Σκυµµένοι στὶς µηχανές, µουσκεµένοι στὸν ἱδρώτα. Βασανισµένοι ἀπὸ ἕνα πλῆθος ζητήµατα. Τοὺς ρώτησε ἁπλά: Τί θὰ ἤθελε ἡ ψυχή σας σήµερα; Μίλησαν ὅλοι µαζί, σὰν νὰ ἦταν συνεννοηµένοι: Ἡ ψυχή µας λαχταράει ἡσυχία. Νὰ µπορούσαµε ἐπὶ τέλους νὰ ἠσυχάσουµε…
. …Ὁ ἐπισκέπτης ἀνέβηκε στὸ λεωφορεῖο. Γεµάτο µἐ ἐπιβάτες ταλαιπωρηµένους. Δὲν χρειάστηκε νὰ τοὺς ρωτήση. Στὰ µάτια τους διάβασε τὸν πόθο: “Νὰ ὑπῆρχε τρόπος γιὰ λίγη ἡσυχία, γιὰ λίγη γαλήνη…»
. …Ὁ ἐπισκέπτης δρασκέλισε τὸ κατώφλι τοῦ συνοικιακοῦ σπιτιοῦ. Βρῆκε τὴν µάνα νὰ πλένη. Τὰ µάτια της ἔδειχναν ὅτι τῆς λείπει ὕπνος. Τὸ κεφάλι ζαλισµένο ἀπὸ τὶς µέριµνες. Τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν φαγωµένα ἀπὸ τὴ δουλειά. Ἡ ψυχὴ ἀναστατωµένη. Τί θὰ ἤθελες αὐτὴ τὴν ὥρα, τὴν ρώτησε ἤρεµα. Ἐκείνη σήκωσε ἀργὰ τὸ κεφάλι: “Νὰ µποροῦσα νὰ ἡσυχάσω … Νὰ ἡσυχάσω”… »
. Ὁ ἐπισκέπτης ποὺ µπορεῖ νὰ µπαίνη παντοῦ, ποὺ µπορεῖ νὰ βρίσκεται παντοῦ τὴν ἴδια στιγµή, εἶναι ὁ Θεός. Δὲν χρειάζεται κἂν νὰ ρωτήση, γιὰ νὰ µἄθη τί λαχταροῦν σήµερα οἳ ψυχές. Διαβάζει κατευθείαν τὸν πόθο ποὺ τὶς συνέχει, τὴν δίψα ποὺ τὶς βασανίζει: “Θέλουµε νὰ ἠσυχάσουµε. Διψᾶµε ἡσυχία”. Τὴν ἀκούει τὴν φωνὴ αὐτὴ ὁ Θεός. Καὶ ἀποκρίνεται στοργικά: «Ψυχὴ ἡσυχάσει» (Θρῆνοι Ἱερ. γ´ 25-26). Θὰ ἡσυχάση ἡ ψυχή σας. Θὰ ἀπολαύση τὴν ἡσυχία ποὺ τόσο χρειάζεται, ποὺ τόσο βαθιὰ ἐπιθυµεῖ …
. Πῶς; Μὲ τί τρόπο;
. Ὁ Θεὸς συµπληρώνει τὴν φράση του: «ψυχὴ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου» (Θρ. Ἱερ. γ´ 25-26). Ὅπως τὴν αὐγὴ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἁπλώνεται ἤρεµα καὶ σιωπηλὰ στὸν κόσµο, ἔτσι µιὰ ἀνέκφραστη καὶ ἀπερίγραπτη ἡσυχία θὰ ἁπλωθῆ στὴν ψυχὴ καὶ θὰ τὴν τυλίξη. Ὅταν ἡ ψυχὴ αὐτὴ πιστέψη καὶ ζήση τὴν µεγάλη ἀλήθεια: ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ σωτηρία µου.
* * *
. «Ψυχὴ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου». Ὁ Θεὸς πηγαίνει πάντοτε στὴν οὐσία τῶν πραγµάτων. Ξέρει πὼς ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι τόσο ἡ ἀπαλλαγή µας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἐξωτερικοὺς θορύβους, ὅσο ἡ ἡσυχία τῆς ψυχῆς. Ὁ πόθος του νὰ ἠσυχάσουµε δὲν εἶναι ζήτηµα ἐξωτερικό, ἀλλὰ ἐσωτερικό. Οἱ πιὸ µεγάλοι θόρυβοι δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ χτυποῦν στὰ αὐτιά µας καὶ τὰ κουράζουν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀντηχοῦν µέσα στὴν καρδιά. Τί νὰ µᾶς κάνη ἡ ἡσυχία τῆς ἐξοχῆς, ὅταν ἡ ψυχὴ εἶναι ταραγµένη καὶ ἀναστατωµένη.
. Ὅταν τὰ πάθη στὰ βάθη τοῦ εἶναι µᾶς οὐρλιάζουν. Ὅταν ἡ µέριµνα καὶ ἡ ὀλιγοπιστία γιὰ τὸ αὔριο ροκανίζει τὸ µυαλό µας. Ὅταν ὁ πόνος γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ µᾶς (κάνουν, γιὰ τὴν περιφρόνηση ποὺ µᾶς δείχνουν, γιὰ τὴν συκοφαντία ποὺ ἐκτοξεύουν ἐναντίον µας, ξεσχίζη τὰ στήθη µας. Ὅταν ἡ ἀγωνία τῆς βιοπάλης µᾶς κάνη νευρικοὺς καὶ ἀνήσυχους. Ὅταν µέσα µας ἀκοῦµε νὰ ἀντηχοῦν ἕνα πλῆθος φωνὲς καὶ νὰ ἐναλλάσσωνται ἕνα σωρὸ καταστάσεις βίαιες καὶ ἀντιφατικές; Τότε µόνο ἕνας τρόπος, µόνο ἕνας δρόµος ὑπάρχει, γιὰ νὰ ἠσυχάσουµε ἀληθινά: τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐλπίδα, ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς µᾶς σώζει, µᾶς γλιτώνει. Καὶ ὄχι µόνο ἡ ἐλπίδα, ἀλλὰ καὶ ἡ πραγµατικότητα τῆς σωτηρίας ποὺ χαρίζει ὁ Θεός. Τῆς σωτηρίας ἀπὸ ὅλα. Ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ ἄσχηµο καὶ βασανιστικὸ πράγµα.
. Στὴν σκέψη αὐτή, στὴν πραγµατικότητα αὐτή, πέφτει ὁ θόρυβος, χαµηλώνουν οἱ φλόγες, µειώνεται ἡ ἔνταση. Μιὰ οὐράνια ἡσυχία ἁπλώνει ἁπαλὰ µέσα µας τὰ φτερά της. Κάτι ζεστὸ καὶ µαλακὸ τυλίγει τὴν καρδιά µας. Τὴν κάνει νὰ χτυπάει λιγώτερο ἄτακτα.
. «Ψυχὴ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου». Ὅπως τὰ βασανισµένο σῶµα ξεκουράζεται σ᾽ ἕνα ἄνετο στρῶµα καὶ τὸ κεφάλι σ᾽ ἕνα µαλακὸ µαξιλάρι, ἔτσι ἡ ψυχὴ ἡσυχάζει ἀκουµπώντας πάνω στὸ «σωτήριον Κυρίου». Τώρα µπορεῖ νὰ χαρῆ ἀληθινώτερα καὶ τὴν ἐξωτερικὴ ἡσυχία: τὴν ἠρεµία τῆς ἐξοχῆς, τὴν σιγὴ τῆς νύχτας. Τώρα µπορεῖ νὰ νιώση τί ἐξαίσιο δῶρο εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνοµάζεται ἡσυχία Θεοῦ. Ἡσυχία ποὺ κυλάει σὰν µυστικὸς ποταµὸς ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
* * *
. Κύριε, µέσα ἀπὸ τὶς πολυθόρυβες πόλεις µας, µέσα ἀπὸ τὶς µέριµνές µας, µέσα ἀπὸ τὴν ταραγµένη θάλασσα τῆς ζωῆς µας, ὑψώνουµε τὴν ἱκεσία µας: Δος µας γαλήνη. Δός µας ἡσυχία.
. Θέλουµε νὰ ἡσυχάσουµε. Ἀπὸ Σένα ἐξαρτᾶµε τὴν ζωή µας. Γέµισέ µας µὲ πίστη στὸ «σωτήριόν Σου». Πάνω στὴν βάση αὐτὴ θὰ µπορέσουµε νὰ οἰκοδοµήσουµε τὴν ἡσυχία ποὺ ἀποζητοῦν οἱ καρδιές µας. Κύριε, Κύριε, ἔλα στὶς ταραγµένες µας καρδιὲς καὶ φέρε τὴν εὐλογία τῆς ἡσυχίας Σου…
ΠΗΓΗ: Περιοδ. «ΖΩΗ», ἀρ. τ. 4247, 17.11.2011
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»