Ἡ Μεσοπεντηκοστή,
τοῦ Ἰω. Μ. Φουντούλη (+)
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λογικὴ Λατρεία»,
ἐκδ. «Ἀποστολ. Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»,
ἔκδ. γ´, σελ. 108-114
. Σὲ λίγους πιστοὺς εἶναι γνωστὴ ἡ ἑορτὴ αὐτή. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ μερικοὺς ἄλλους χριστιανούς, ποὺ ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν κὰν τὴν ὕπαρξή της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκλησιάζονται κατ’ αὐτὴ καὶ οἱ περισσότεροι δὲν ὑποπτεύονται κάν, ὅτι τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Καὶ ὅμως κάποτε αὐτὴ ἡ ἑορτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴν στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν Ἔκθεση τῆς Βασιλείου Τάξεως τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιὰ νὰ δεῖ τὸ ἐπίσημο τυπικό του ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολη, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ϛ´ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903). Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτορας τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτι, γιὰ νὰ μεταβεῖ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Πατριάρχη, καὶ Βασιλιὰς καὶ Πατριάρχης εἰσέρχονταν ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο παρεκάθητο καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλιὰς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγοι τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτι.
. Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασή της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράταση τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες, κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
. Ποιό ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον της περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἑορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή.
. Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχει δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξα τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορταστεῖ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας -μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἠμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴ ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάριο. Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐπελέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτή. Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμό, ἀλλὰ καὶ ζωηρὴ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἢ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία Του ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ κατασκεύασε τὸν κόσμο. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸ ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον τῆς ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία.
. Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔγινε μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία φράση τοῦ Κυρίου- «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». Καὶ σχολιάζει ὁ εὐαγγελιστής· «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». Δὲν ἔχει σημασία, ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλὰ λίγες ἡμέρες ἀργότερα. Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στὸ στόμα τοῦ Κυρίου στὴν ὁμιλία Του κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθεῖ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸν διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ δρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, «τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποὺ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές· «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος». «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα. Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημο τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαίρετους ὕμνους.
. Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλῆ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανούς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζομένη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περιφήμους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν, κατάντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων τῆς Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.