ΑΛΟΓΟΣ ΝΟΜΟΣ-ΠΑΝΟΥΚΛΑ

Ἀφιέρωμα στοὺς ΑΛΟΓΟΥΣ σχεδιασμοὺς
τοῦ ὑπουργείου Δικαιοσύνης
γιὰ νομοθετικὴ ρύθμιση υἱοθεσιῶν
ἀπὸ ὁμόφυλα «ζευγάρια».
Μ᾽ αὐτὰ πάντως δὲν βγαίνει ἡ χώρα ἀπὸ τὴν κρίση.  

βλ. σχετ. : https://christianvivliografia.wordpress.com/2011/05/11/πολιτικὰ-ἄλογα-καὶ-παραφυσικὲς-υἱο/

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ μακαριστοῦ π. Μιχαὴλ Σ. Καρδαμάκη:

«Ο ΓΑΜΟΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ  ΜΕΓΑ»

ἐκδ. ΤΗΝΟΣ, Ἀθῆναι 2004

.        Ὁ ἅγιος ἔρωτας μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός, καταντᾶ σέ χυδαῖο ἢ ψευδές σέξ, ὅταν ὁ λογικός ἄνθρωπος, ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα, στήν ὁμοιότητά του μέ τόν Θεό, ἐκπίπτει στή ζωώδη ἀλογία, μέ τήν πλήρη ἄγνοια, καί κυρίως μέ τόν παρά φύσιν αὐτοβιασμό τῆς φύσεώς του, πρός αὐταρέσκεια καί αὐτοηδονισμό. Πρόκειται περί τῆς ὁμοφυλοφιλίας, παλαιότατης ἀήθειας, ἀλλά πολύ περισσότερο, σύγχρονης ἀπανθρωπείας, πού προκαλεῖ μιάν ἀνυποψίαστη ἀχρήστευση τοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος προϋποθέτει τόν ἔρωτα τοῦ ἄνδρα πρός τή γυναίκα καί τῆς γυναίκας πρός τόν ἄνδρα. Eἶναι ἡ ἀδιέξοδη ὁμοσεξουαλικότητα στόν ἀκόρεστο αὐτοερωτισμό τοῦ αὐτονομημένου καί αὐτοειδωλοποιημένου, ἀτομικοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο τά πάντα σχεδόν βυθίζονται καί κρίνονται μέ τό μέτρο τοῦ πανσεξουαλισμοῦ καί πανερωτισμοῦ. Στήν πραγματικότητα ἀποτελεῖ καρπό ἢ μισθό τῆς ἀθεΐας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ἀναγκαίως στήν εἰδωλολατρία, στήν πλήρη ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου, στήν αὐτολατρία καί στήν αὐτοθεοποίησή του. Eἶναι ὑπερηφάνεια καί ἐγωκεντρισμός, μιά ὕβρις, πού ὅπως κάθε ὕβρις στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, βυθιζοντάς τον στήν αὐτοκαταστροφή, στήν ἀποσύνθεση καί τήν ἀσχημοσύνη τῆς φύσεώς του . Ἂν στήν ἐποχή μας ἡ ὁμοφυλοφιλία ἐμφανίζεται τόσο κυνική, εἶναι γιατί θεωρεῖται ὡς κατάσταση ἑνός νεωτερικοῦ ἢ μετανεωτερικοῦ πολιτισμοῦ, ἐνῶ πρόκειται περί ἀποκρουστικοῦ ἢ παραμορφωτικοῦ νοσήματος, ὅταν «στόν πεπτωκότα κόσμο, ὅ,τι εἶναι αὐστηρά σεξουαλικό, εἶναι ἄσχημο, διεστραμμένο, χυδαῖο».
.     Eἶναι μᾶλλον ὁ πολιτισμός, ὡς πλήρης παρακμή, στήν ταύτισή του μέ τήν ἀκόρεστη ἡδονή καί εὐδαιμονία, μέ τίς ἀνεξέλεγκτες αὐθαιρεσίες καί τά βαρβαρικά δικαιώματα τοῦ διαρκῶς αὐτονομούμενου ἢ ἀπελευθερούμενου ἀνθρώπου, καί μάλιστα σέ μιά ἐποχή, ὅπου οἱ νευρώσεις ἀντικαθίστανται ἀπό τίς διαστροφές καί ἡ κοινωνική ἀπελευθέρωση μέ τήν ἀπεριόριστη δουλοπρέπεια· εἶναι αὐτός ὁ πολιτισμός σέ μιά τέτοια ἐποχή, πού ἐπιτρέπει αὐτή τήν ἀβυσσαλέα γελοιοποίηση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία δέν ἀναπληρώνει μιά πραγματική ἐρωτική ἔλλειψη ἢ δέν ἱκανοποιεῖ μιάν ἀνύπαρκτη ἐρωτική ἐπιθυμία, κατά φύσιν. M᾽ ἕνα λόγο δέν δικαιώνεται μέ τήν τάχα ἀπουσία τῆς ἀγάπης. Ἀποτελεῖ ἐκχυδαϊσμό τοῦ ἔρωτα, ὡς τῆς σφοδρῆς ἀγάπης μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός, πραγματική ἐλαφρότητα νά τόν ἐξισώνουμε, θεωρώντας τον κριτήριο τόσο γιά τό γάμο, ὅσο καί γιά ὁμοφυλοφιλία. Πρόκειται γιά μιά ἔσχατη ἀπάτη, ἡ ὁποία διακηρύσσεται, κατά τόν πλέον ἀδιάκριτο καί ἀνερυθρίαστο τρόπο.
.        Ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ, ὅτι «τό πιό συνηθισμένο σφάλμα τοῦ Kinsey, εἶναι νά συγχέει συχνότητα καί φυσιολογικότητα, ὅταν λέει π.χ., ὅτι ἡ συχνότητα τῆς ὁμοφυλοφιλίας δείχνει ὅτι ἡ διαστροφή αὐτή εἶναι ἕνα φυσιολογικό γεγονός, πρᾶγμα πού ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά ἰσχυρισθεῖ ἕνας γιατρός, σέ περίπτωση γενικῆς ἐπιδημίας, ὅτι ἡ φυσιολογική κατάσταση τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἡ ἱλαρά ἢ ἡ πανούκλα» (André Morali-Daninos, Κοινωνιολογία τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων, ἐκδ. Οἶκος Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα 1968, σελ. 39.) Tίμιοι ἀπέναντι στά ἀνθρώπινα, τραγικά πράγματι, ὀφείλουμε νά συμφωνήσουμε, ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία δέν ἑρμηνεύεται ὡς κάτι τό φυσιολογικό ἢ κανονικό, τό βιολογικό ἢ κοινωνικό, πού τά αἴτιά του εἶναι ἐξωτερικά. «Eἶναι κυρίως θέμα πνευματικό, μιά ἐκτροπή, ἢ ὅπως ἀναφέραμε, μιά διαστροφή, στήν ἐπίμονη ἄρνηση τῆς διαφορᾶς χάριν τῆς ἰδέας τῆς ἰσότητας τῶν φύλων, μέ ρίζα τήν οὐσιαστική ἀμφισημία τῶν πάντων, στόν πεπτωκότα κόσμο, ὅπου ἡ μιά πτώση ἢ ἀνωμαλία γεννᾶ μιά ἄλλη πτώση ἢ ἀνωμαλία καί αὐτό δέν ἀφήνει ἀνεπηρέαστο τό χῶρο τοῦ γάμου, τοῦ συζυγικοῦ ἔρωτα, τῆς μητρότητας, τῆς οἰκογένειας».
.         Ὄχι μόνο δέν ἀγνοοῦμε, ἀλλά καί σεβόμαστε, ὅλη ἐκείνη τήν σπουδή καί ἔρευνα πάνω σ᾽ αὐτή τήν ἀνθρώπινη τραγωδία, τήν ἀνασταλτική τοῦ ἀνθρώπινου μέλλοντος· τήν ἀναζήτηση καί τήν ἐπιστράτευση ἐπιστημονικῶν θεωριῶν, ψυχολογικῶν ἀναλύσεων, θρησκευτικῶν ἀπόψεων, νομικῶν θέσεων, καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα τήν ἀπαίτηση καί τή διαμόρφωση ἑνός κλίματος ἀνθρώπινης κατανοήσεως καί κοινωνικῆς ἀποδοχῆς. Ἀλλά τό ζητούμενο δέν εἶναι νά ἀποδεχτοῦμε ἢ νά ἀποδείξουμε ἄν ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι φυσική ἢ ἀφύσικη, ὅταν κάθε παρά φύσιν κίνηση εἶναι τέλειος παραλογισμός, πού ἔχει πηγή του τήν ἀσέβεια, μιά ἀλλόκοτη ἐπιθυμία πού ἔχει τήν ἀρχή της στήν ἀθεΐα. Πρόκειται περί μιᾶς ἀτιμώσεως τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς ἀτιμώσεως τῶν σωμάτων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, καί αὐτό ἀποτελεῖ πρωταρχική ἀτίμωση καί τοῦ γάμου. Eἶναι δέ τόσο μεγάλος ὁ ἑωσφορικός πειρασμός αὐτῆς τῆς ἀσθένειας, ὥστε δέν ζητᾶ νά θεραπευθεῖ, ἀλλά νά δικαιολογηθεῖ, νά γίνει ἀποδεχτή ὡς ἕνας διαφορετικός τρόπος ἐρωτικῆς πράξεως ἢ ὡς ἕνας διαφορετικός τρόπος ἢ «στύλ ζωῆς».
.        Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Xρυσόστομος, μιλώντας γι᾽ αὐτήν τήν παντελῆ ἀδικαιολόγητη μετάλλαξη ― τήν ὁμοφυλοφιλία, ὑπογραμμίζει, ὅτι «οἱ ἄρρενες διέφθειραν ἑαυτούς, οὐχ ὅτι οὐκ εἶχαν ἀπόλαυσιν, καὶ ἀφέντες ἣν εἶχον, εἰς ἄλλην ἦλθον, ἀλλ᾽ ὅτι τὴν κατὰ φύσιν ἀτιμάσαντες, ἐπὶ τὴν παρὰ φύσιν ἔδραμον Aἱ δὲ θήλεις, οὐχ ὅτι κωλυθεῖσαι τῆς κατὰ νόμον μίξεως, ἐπὶ τοῦτο ἦλθον, οὐδ᾽ ὅτι οὐκ ἔχουσαι τὴν ἐπιθυμίαν πληρῶσαι πρὸς τὴν ἀλλόκοτον ταύτην λύσσαν ἐξώκειλαν· τὸ γὰρ μεταλλάξαι τῶν ἐχόντων ἐστίν». Γιά τοῦτο καί εἶναι ἰδιαιτέρως αὐστηρός σ᾽ αὐτό τό ζωῶδες κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου, ἐπισημαίνοντας ὅτι, «οὐ γάρ ἐστιν, οὐκ ἔστι ταύτης τῆς ὕβρεως ἀλογώτερόν τε καὶ χαλεπώτερον. Ἡ μανία αὕτη τοσοῦτον τῆς πορνείας χείρων ἐστίν, ὅσον οὐδὲ ἔστιν εἰπεῖν. Oὐδὲ γὰρ τοῦτο λέγω μόνον, ὅτι γέγονας γυνή, ἀλλ᾽ ὅτι ἀπώλεσας καὶ τὸ εἶναι ἀνήρ, καὶ οὔτε εἰς ταύτην μετέστης τὴν φύσιν, οὔτε ἣν εἶχες διετήρησας, ἀλλὰ κοινὸς ἑκατέρος ἐγένου προδότης καὶ παρὰ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἄξιος ἐλαύνεσθαι καὶ καταλεύεσθαι, ἅτε ἑκάτερον ἀδικήσας τὸ γένος. Kαὶ ἵνα μάθῃς ἡλίκον τοῦτό ἐστιν, εἴ τις ἐλθὼν ἐπηγγέλετο ἐξ ἀνθρώπων κύνα ποιῶν σε, ἆρα οὐκ ἂν ὡς λυμεῶνα ἔφυγες; Ἀλλ᾽ ἰδοὺ οὐ κύνα ἐξ ἀνθρώπων σαυτὸν ἐποίησας, ἀλλὰ τὸ τούτου ζῶον ἀτιμώτερον· ἐκεῖνο μὲν γὰρ εἰς χρῆσιν ἐπιτήδειον, ὁ δὲ ἡταιρηκὼς οὐδαμοῦ χρήσιμος».

.      Στήν ἀποκτήνωση ―τήν παράχρηση― τῶν σωμάτων, προηγεῖται ἡ ἀλογία ―ἡ παραφυσική κίνηση― τῆς ψυχῆς. Δέν εἶναι κακό τό σῶμα, ἀλλά ἡ παράλογη χρήση του καί αὐτό εἶναι ἔργο τῆς ἀκάθαρτης ψυχῆς. Kαί τά δύο γίνονται κακά στίς παρά φύσιν κινήσεις τοῦ καθολικοῦ-ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες πρῶτες ἀντιστρέφουν καί κατευθύνουν τόν ἔρωτα πρός τήν ἁμαρτία καί κάθε ἀθλιότητά της καί ὄχι πρός τόν Θεό καί τήν ἁγιότητά Tου. Eἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού κάνει τόν ἄνθρωπο, τό ἀνοητότερο καί ἐπικινδυνοδέστερο ὅλων τῶν ἀλόγων ζώων, τῶν ἀγρίων θηρίων, καί τόν ἐντός του ἐμφωλεύοντα ἔρωτα θεῖο ἀδιάφορο ἢ διεστραμμένο, οἱ συνέπειες τοῦ ὁποίου θά πειράξουν καί θά πλήξουν ἰδιαίτερα τό γάμο. Γιατί ὁ ἔρωτας τοῦ Θεοῦ συνοδεύεται ἀπό τήν ἐπίπονη ἄσκηση, τήν ὁδό τῆς ζωῆς, ἐνῶ ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας ὑπόσχεται τήν ἀχαλίνωτη ἡδονή, τήν ὁδό τοῦ θανάτου. Tά μεγάλα, ἐμπαθῆ πάθη τῶν ἀνθρώπων, τίκτονται, τόσο ἀπό τήν διαστροφή τοῦ θείου ἔρωτα, ὅσο καί ἀπό τή ζωώδη ἀπόλαυση. «Tὰ κατὰ φύσιν τῶν παρὰ φύσιν ἡδίῳ· ἀλλ᾽ὅμως εἰσι πολλοὶ τὰ καταγέλαστα καὶ ἀηδῆ καὶ κόλασιν ἔχοντα ὡς ἡδέα διώκοντας. Ἐκείνοις γὰρ ταῦτα εἶναι δοκεῖ, φησίν. Ἀλλὰ δι᾽ αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο ἂν εἶεν ἄθλιοι, ὅτι καὶ ἡδέα νομίζουσιν εἶναι τὰ οὐχὶ ἡδέα».

, , , ,

  1. Σχολιάστε

Σχολιάστε