ΤΟ ᾽21 ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ
Ἀμφισβητήσεις καὶ ἐπακριβώσεις
(ἀπόσπασμα) ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ὁμοτ. καθ. Πανεπ. Ἀθηνῶν:
«Ἑλληνισμὸς Μαχόμενος», Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθήνα 1995.
. Ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερότερα ἀνοσιουργήματα στὸ χῶρο τῆς Ἱστορίας-αὐτόχρημα ἀναιρετικό τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήμης- εἶναι ἡ ἰδεολογικὴ ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν ἱστορικῶν δεδομένων. Τότε ὁ Ἱστορικὸς δὲν κάνει ἐπιστήμη (ἀπροκατάληπτη δηλαδὴ καὶ ἐλεύθερη ἔρευνα), ἀλλὰ πολιτική. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, πρωταρχικῆς γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ σημασίας, ποὺ δεινοπαθεῖ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν ἰδεολογικοποιημένη ἱστορία, εἶναι τὸ 1821, ἡ Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους/Ἔθνους καὶ ὁ ἀληθινὸς χαρακτήρας της. Τὸ ’21 σηματοδοτεῖ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ γι᾽ αὐτὸ ὅλες oἱ ἰδεολογίες ζητοῦν νὰ τὸ παρουσιάσουν ὡς δικό τους, νὰ σφετερισθοῦν τὴ δόξα του.
. Μία ὁμάδα ἐρευνητῶν προσεγγίζουν τὸ ᾽21 μὲ ἕνα πνεῦμα ἀμφισβητήσεως καὶ διάθεση ἀπορριπτικὴ γιὰ κοινωνικὲς ὁμάδες, ποὺ καταλέγονται στοὺς συντελεστές του. Γι᾽ αὐτοὺς τὸ ᾽21 εἶναι «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2, 34) καὶ ζητοῦν τὴν ἀπομύθευσή του, στὰ πλαίσια τοῦ γνωστοῦ αἰτήματος «νὰ ξαναγραφεῖ ἡ ἱστορία». Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, ποὺ ἐπαναλαμβάνονται αὐτούσιες ἀπὸ τοὺς συνεχιστές τους, ἰδιαίτερα στὸ χῶρο τῆς παιδείας καὶ τῆς ἀνεύθυνης (ὑπάρχει καὶ τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως πολεμεῖται ἡ θέση τοῦ “ἀνωτέρου” (λεγομένου) Κλήρου1 στὸν Ἀγώνα καὶ ἀμφισβητεῖται γενικότερα ὁ ρόλος τοῦ Ράσου σ᾽ αὐτόν. Ἐπισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ἐλέγχονται συμπεριφορές, ἀμφισβητεῖται ἡ προσφορά. Τὰ “ἐπιχειρήματα” ὅμως περιορίζονται συνήθως σὲ ὡραιολογίες καὶ ἀνέρειστες γενικεύσεις ἢ γλωσσικὰ πυροτεχνήματα χωρὶς τεκμηρίωση. Ἡ ἰδεολογικοποιημένη αὐτὴ “ἱστορικὴ ἑρμηνεία” ἀναπαράγεται, συνεχῶς, καὶ παρασύρει τοὺς ἀδύνατους καὶ ἀνίκανους νὰ ἐπιχειρήσουν αὐτοδιαπιστώσεις. Ἰδιαίτερα δὲ στὸ χῶρο τῆς παιδείας τὸ θύμα παρομοίων ἰδεολογημάτων εἶναι ἡ Νεολαία, ποὺ ὁδηγεῖται στὴν ἀμφισβήτηση καὶ τὴν ἄρνηση, πρὶν ἀκόμη γνωρίσει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια.
. Ἀνταποκρινόμενος στὴν παράκληση (…) θὰ προσπαθήσω νὰ ἀπαντήσω στὰ ἐρωτήματα: Ποιά ἡ συμβολὴ τοῦ Κλήρου στὸν Ἀγώνα; Ὠφέλησε ἢ ἔβλαψε τὸ Γένος; Ποιά ἡ συμμετοχή του γενικότερα στὴν ἀνάσταση τοῦ Γένους; Στάθηκε στὸ πλευρό του ἢ ἀδιαφόρησε; Μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἀντίδραση ἢ ἀδιαφορία; Θὰ προσεγγίσουμε τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες, ἐλέγχοντας τὴ στάση τοῦ Κλήρου κατὰ τὴν πορεία πρὸς τὸν Ἀγώνα καὶ κατὰ τὴν διεξαγωγή του. Σκοπός μας δὲν εἶναι μία (ἀνώφελη καὶ προκλητικὴ) ἀπολογητικὴ ὑπὲρ τοῦ Κλήρου -τότε θὰ ἴσχυε τὸ ἀρχαῖο: “τὸ τὰς ἰδίας εὐεργεσίας ὑπομιμνήσκειν τινὶ ἴδιον τῷ ὑβρίζειν”- ἀλλὰ ἡ ἀντικειμενική, κατὰ τὸ δυνατόν, ἑρμηνεία.
1. Τὸ δiλημμα “συνύπαρξη ἢ ἀντίσταση” καὶ ἡ δυναμική του2.
. Μετὰ τὴν ἅλωση (1453) τὸ Γένος ὁλόκληρο διχάσθηκε στὴ στάση του ἀπέναντι στὸν κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ὁ συμβιβασμὸς μὲ τὴ νέα κατάσταση, κινούμενος ἀνάμεσα στὴ μοιρολατρία καὶ τὴν ἐλπίδα ἀποκαταστάσεως, ἢ ἡ δυναμικὴ ἀντίσταση μὲ κάθε δυνατὸ μέσο. Τὴν πρώτη τάση ἐκπροσωποῦσαν oἱ ἀντιδυτικοὶ ἢ ἀνθενωτικοί, ἐνῶ τὴ δεύτερη oἱ ἑνωτικοὶ καὶ φιλοδυτικοί. Ἡ διάσταση ἑνωτικῶν-ἀνθενωτικῶν προϋπῆρχε φυσικά τῆς ἁλώσεως, διότι oἱ δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν ἀμέσως μετὰ τὸ τελικὸ σχίσμα Ἀνατολῆς-Δύσεως (1054). Ἡ ἀντιλατινικὴ-ἀντιφραγκικὴ πλευρὰ ἦταν ἡ πολυπληθέστερη καὶ ἰσχυρότερη, διότι τὴν συντηροῦσε ἡ μόνιμη-ἀπόδειξη τὸ 1204 – φραγκικὴ ἐπιβουλὴ ἀπέναντι στὴν Ὀρθόδοξη-Ρωμαίικη Ἀνατολή. Στοὺς φιλοδυτικοὺς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι καὶ πολιτικοί. Οἱ πρῶτοι, διότι ταυτίζονταν στὶς θεωρητικὲς ἀναζητήσεις τους μὲ τοὺς δυτικοὺς διανοουμένους (ἐνδοκοσμικὴ ἐσχατολογία), ἐνῶ οἱ δεύτεροι καὶ διὰ λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Μὲ τὴν ἀλληλοπεριχώρηση θεολογίας καὶ πολιτικῆς, βασικὸ γνώρισμα τῆς Ρωμανίας (“Βυζαντίου”), ἡ σύγκρουση τῶν δύο παρατάξεων δὲν ἔμεινε στὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλ’ ἐπηρέασε ὅλο τὸ φάσμα τῆς ζωῆς.
. Συνείδηση τῶν ἀνθενωτικῶν ἦταν, ὅτι τὴν Ὀρθόδοξη- Ρωμαίικη ταυτότητα (ποὺ γιὰ τὸ Γένος ἦταν καὶ ἐθνικὴ) δὲν τὴν ἀπειλοῦσαν τόσο oἱ Ὀθωμανοί, ὅσο oἱ Φράγκοι. Ἡ πίστη, ὄχι ὡς θρησκευτικὴ ἰδεολογία, ἀλλ᾽ ὡς θεραπευτικὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θὰ ἔχει πάντοτε στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ τὰ ἐπηρεαζόμενα ἀπ᾽ αὐτὴν πλατειὰ λαϊκὰ στρώματα πρωταρχικὴ σημασία. Αὐτὴ τὴ συνείδηση κωδικοποιεῖ καὶ ἐπαναδιατυπώνει τὸν 18ο αἰώνα ὁ μεγάλος ἀπόστολος τοῦ δούλου Γένους, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλός: «Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ποὺ ἦταν τόσα ρηγάτα ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώση, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον, μέσαθεν ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰν καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Ἤξερεν ὁ Θεός, πὼς τὰ ἄλλα ρηγάτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν πίστιν, καὶ (=ἐνῶ) ὁ Τοῦρκος δὲν μᾶς βλάπτει. Ἄσπρα (=χρήματα) δῶσ’ του καὶ καβαλλίκευσέ τον ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴ κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωσε τοῦ Τούρκου, καὶ τὸν ἔχει o Θεὸς τὸν Τοῦρκον ὡσὰν σκύλον νὰ μᾶς φυλάη…»3. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔδινε, ἔτσι, ἀπάντηση στοὺς δυτικόφρονες – ἑνωτικούς, χωρὶς μάλιστα νὰ μπορεῖ νὰ κατηγορηθεῖ ὡς ἐχθρός του Λαοῦ ἢ σκοταδιστής. Μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ποὺ διασώζεται στὶς λαϊκὲς πρακτικές, μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴ δυναμική της πίστεως μέχρι τὸν 19ο αἰώνα4. Ἀντίθετα οἱ φιλενωτικοὶ ἦσαν πάντα πρόθυμοι νὰ μειοδοτήσουν στὸ θέμα τῆς πίστεως (δὲν ἦσαν λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ προσχώρησαν στὸν παπισμό), διότι τὰ κριτήριά τους ἦταν προπάντων ἐνδοκοσμικὰ καὶ καιρικά. Οἱ δεύτεροι ἔρριχναν τὸ βάρος στὴν ἐξωτερικὴ ἐλευθερία. Παρ᾽ ὅλα αὐτά, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι μολονότι ἡ πρώτη τάση διέσωσε τὴν ταυτότητα τοῦ Γένους, ἡ δεύτερη τὸ κράτησε σὲ μόνιμο ἐπαναστατικὸ βρασμό. Ἡ ἀντίθεσή τους, χωρὶς νὰ γίνεται ἀπὸ τότε αἰσθητό, λειτούργησε ὡς σύνθεση. Βέβαια, κατὰ τὸν γνωστὸ ἱστορικὸ Στῆβεν Ράνσιμαν, οἱ ἀνθενωτικοὶ δικαιώθηκαν, διότι μ᾽ αὐτοὺς «διατηρήθηκε ἡ ἀκεραιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ αὐτὴν καὶ ἡ ἀκεραιότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ»5.
συνεχίζεται
———————
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τὸ λάθος αὐτὸ διαπράττεται συχνά, καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ “ἀθεολόγητους”. Οἱ βαθμοὶ τῆς Ἱερωσύνης (Ἐπίσκοπος-Πρεσβύτερος καὶ Διάκονος) συναποτελοῦν τὸν ἀνώτερο κλῆρο. Στὸν κατώτερο κλῆρο ἀνήκουν oι (χειροθετημένοι καὶ ὄχι ἐντός του ἁγίου βήματος χειροτονημένοι) ὑποδιάκονοι, ψάλτες, ἀναγνῶστες κ.λπ.
2. Γ. Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία…, Ἀθήνα 1989, σ. 85 ἐ.ε. Πρβλ. Χρ. Σ. Πελεκίδη, Ἰδεολογικὰ Ρεύματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Τουρκοκρατίας, Ἰωάννινα 1974.
3. Ἰω. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ΔΙΔΑΧΕΣ, ἐκδ. ΤΗΝΟΣ, Ἀθήνα 1979, σ. 269-70.
4. Ἂς Θυμηθοῦμε τὰ προφητικὰ γιὰ σήμερα λόγια του Γάλλου περιηγητῆ Μαλὲρμπ (MALHERBE) πρὸς τὸν Μακρυγιάννη: «…Ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὁπού εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ᾽ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη» (Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα, ἔκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, χ. χρ., σ. 415).
5. Στ. Ράνσιμαν, Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐν Αἰχμαλωσίᾳ (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Ἀθήνα 1979, σ. 360.